H ιστοσελίδα αποθηκεύει μόνο τα απαραίτητα cookies για να λειτουργήσει σωστά. Με τη συγκατάθεσή σας θα χρησιμοποιήσουμε επιπλέον cookies: α. Για βελτίωση της περιήγησης (πχ. γλώσσα), επιλέξτε «ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΜΟΝΟ». β. Για ανάλυση της επίδοσης, λειτουργικότητάς της ιστοσελίδας και την προβολή εξατομικευμένου περιεχομένου, επιλέξτε «ΟΛΑ ΤΑ COOKIES». Για περισσότερες πληροφορίες και για να ανακαλέσετε τη συγκατάθεσή σας, πατήστε εδώ.

Ελευθερία μέσα από τους θαλασσινούς αγώνες

200 χρόνια ελευθερίας

Ισότητα

«Η παρούσα δεινή περίστασις της Πατρίδος με αναγκάζει να προσφέρω και την ιδίαν μου ζωήν εις υπεράσπισιν των ιερών δικαιωμάτων αυτής»

Μαντώ Μαυρογένους,
Επιστολή προς το Βουλευτικό Σώμα
 Ναύπλιο, 6 Μαΐου 1825
 
 
Οι ηρωίδες της Ελληνικής Επανάστασης, εν πολλοίς άγνωστες και λησμονημένες, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο τόσο κατά την προετοιμασία του Αγώνα όσο και κατά τη διάρκεια της δεκαετούς κυοφορίας του, από την έναρξη της Επανάστασης έως τη γέννηση του νεοελληνικού κράτους. Η θέση τους, ως θύματα των πολεμικών αναμετρήσεων, των ανηλεών σφαγών, της προσφυγιάς και της δουλείας, συγκίνησε και ενέπνευσε την Ευρώπη και τους φιλελληνικούς κύκλους του υπόλοιπου κόσμου, ενώ η θαρραλέα συμμετοχή τους στις μάχες του έθνους, τις κατέστησε κορυφαία σύμβολα πατριωτισμού, αυταπάρνησης και μαχητικότητας. Από τα αστικά περιβάλλοντα των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών και των εύρωστων νησιών του Αιγαίου Πελάγους, ως τις αγροτικές περιοχές της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας, τον Θεσσαλικό κάμπο και τις επιβλητικές βουνοκορφές της  Ηπείρου, οι γυναίκες στάθηκαν πολύτιμοι αρωγοί της εθνικής παλιγγενεσίας. Μετέφεραν πολεμοφόδια και τρόφιμα στα πεδία των μαχών, περιέθαλψαν τραυματίες και ηλικιωμένους, φρόντισαν  τα παιδιά, καλλιέργησαν τη γη. Ορισμένες Ελληνίδες υπερβαίνοντας τον παραδοσιακό τους ρόλο, μετετράπησαν από μητέρες, σύζυγοι, κόρες, και νοικοκυρές σε φορείς ριζοσπαστικών ιδεών και πρότυπα φιλοπατρίας και γενναιότητας.

Οι πρώτες εκφράσεις της γυναικείας ριζοσπαστικότητας εντοπίζονται στη δράση των μορφωμένων γυναικών των αστικών κύκλων της διασποράς. Οι πνευματικές τους ανησυχίες σε συνδυασμό με την ευπορία των οικογενειών τους, τους επέτρεψαν να συνδράμουν ποικιλοτρόπως στην προετοιμασία της εθνικής απελευθέρωσης. Από το Φαναριώτικο περιβάλλον ξεχωρίζει η Ελισάβετ Υψηλάντη, η «πρωτομάνα των Φιλικών», η οποία υποστήριξε τη δράση της Φιλικής Εταιρείας παραχωρώντας το αρχοντικό της για τις μυστικές συναντήσεις των μυημένων και προσφέροντας την περιουσία της, κοσμήματα και τιμαλφή, για την ενίσχυση του Αγώνα. Ακόμη, τα φιλολογικά σαλόνια των αδελφών Ευφροσύνης Μαυρογένους-Νέγρη στο Ιάσιο και Ρωξάνδρας Μαυρογένους στη Θεραπειά της Κωνσταντινούπολης, φιλοξένησαν συγκεντρώσεις ομογενών και μελών της Φιλικής Εταιρείας με θέμα την υπόθεση της απελευθέρωσης των υπόδουλων Ελλήνων. Αξιοσημείωτη είναι η δράση εκείνων που συνδέθηκαν στενά με την μυστική οργάνωση, όπως η Ρωξάνδρα Καρατζά και η Μαριγώ Ζαραφοπούλα, αδελφή του φιλικού  Χατζηβασίλη Σαράφη. Στην Μαριγώ ανέθεσαν, αρχικά, τη μεταφορά πολύτιμων εγγράφων, ενώ αργότερα συμμετείχε στις επιχειρήσεις φυγάδευσης αγωνιστών από την Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα να φυλακισθεί και να εξορισθεί. Τελικά, κατάφερε να συνεχίσει τη δράση της, καταφεύγοντας στην Πελοπόννησο, συμμετέχοντας σε αρκετές αποστολές, περιθάλποντας τις οικογένειες των αγωνιστών και χρηματοδοτώντας τις εκστρατείες της Καρύστου, της Χίου και της Κρήτης.

Οι ιδέες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού διαμορφώνουν σταδιακά νέες αντιλήψεις σχετικά με το γυναικείο φύλο, ενώ η  υπόθεση της ελληνικής παλιγγενεσίας φαίνεται να επηρεάζει τις γυναίκες του ελληνικού χώρου, ανεξάρτητα με το επίπεδο εξωστρέφειας το οποίο τους επιτρέπει το οικογενειακό περιβάλλον. Στην Ζάκυνθο, η κοινωνικά αποκλεισμένη Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, δέσμια των περιορισμών που επιβάλλει το φύλο της, στο άκουσμα των ειδήσεων περί ξεσπάσματος της Ελληνικής Επανάστασης σημειώνει στο ημερολόγιό της «…άκουσα το αίμα μου να ζεσταίνη, επεθύμησα από καρδιάς μα ήθελεν ημπορώ να ζωστώ άρματα, επεθύμησα από καρδιάς να ήθελε ημπορώ να τρέξω δια να δώσω βοήθειαν στους ανθρώπους, όπου δι’άλλο (καθώς εφαίνετο) δεν επολεμούσαν, παρά δια θρησκείαν και δια πατρίδα και δια εκείνη την ποθητήν ελεθερίαν, η οποία καλώς μεταχειριζομένη, συνηθά να προξενή την αθανασίαν, την δόξαν, την ευτυχίαν των λαών (…) εκύτταξα τα μακρά φορέματα της γυναικείας σκλαβιάς και ενθυμήθηκα πως είμαι γυναίκα, και περιπλέον γυναίκα Ζακυνθία…». Στην εξεγερμένη Άνδρο, η Ευανθία Καΐρη, αδελφή του Θεόφιλου Καΐρη, μεγαλωμένη στο Αϊβαλί (Κυδωνιές), μυημένη στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τα ανώτερα μαθηματικά και τη φιλοσοφία, αποτελεί πρότυπο ευρυμάθειας, γλωσσομάθειας και οξύνοιας, συμβάλλοντας μέσα από τα γραπτά της στην πνευματική ενίσχυση της Επανάστασης. Το 1825 με την «Ἐπιστολή Ἑλληνίδων τινῶν πρός τάς φιλελληνίδας συντεθεῖσα παρά τινος τῶν σπουδαιοτέρων Ἑλληνίδων» απευθύνεται στους φιλελληνικούς κύκλους της Ευρώπης και της Αμερικής στηλιτεύοντας την στάση ουδετερότητας που κρατούν οι κυβερνήσεις τους, καλώντας τους να υποστηρίξουν το δίκαιο των Ελλήνων και Ελληνίδων αγωνιστών. Η ηρωική Έξοδος του Μεσολογγίου, θα αποτελέσει έμπνευση για την συγγραφή του πατριωτικού δράματος «Νικήρατος», στο οποίο θα εξυμνήσει την συμμετοχή των γυναικών στην εθνική εξέγερση και την θυσία των γυναικών στο Μεσολόγγι.
 
«Ή άναστάτωσις και ai φλόγες τών Κυδωνιών, ή απάνθρωπος και ωμότατη των Χίων σφαγή, ή ανέλπιστος της Κρήτης, της Κάσον, της Ευβοίας αιχμαλωσία, ή απροσδόκητος των Ψαρών καταστροφή, ai πυρπολήσεις και οι άνδραποδισμοί διαφόρων της 'Ελλάδος χωρίων και πόλεων, και τα εξ αυτών ελεεινά θύματα, είναι ακόμη ζωηρά εις την φαντασίαν μας. Είδομεν όλαι σχεδόν ημείς μητέρας αποθνήσκουσας εις τάς άγκάλας τών θυγατέρων των, θυγατέρας παραδίδουσας τάς ψυχάς των πλησίον εις τους θνήσκοντας γονείς των, νήπια θηλάζοντα ακόμη τάς νεκράς μητέρας των. Η γύμνωσις, ή πείνα, το ψύχος, και ο εξ αυτών θάνατος (…)εχάσαμεν πολλαί αδελφούς και άδελφάς ̇ εμείναμεν άλλαι όρφαναί και χωρίς καμμίαν καταφυγήν.(…) πολλαί από τάς ομογενείς μας απεφάσισαν καλύτερα νά ριφθώσιν εις τάς αβύσσους, νά παραδοθώσιν εις τάς φλόγας, νά γίνωσι βρώμα τών θηρίων, παλαίουσαι με τήν πεΐναν εις τάς έρημους και είς τα σπήλαια, παρά να ύποφέρωσι πάλιν την άπάνθρωπον των Τούρκων δουλείαν(…)», αφηγείται η επιστολή της Ε. Καΐρη, η οποία τυπώθηκε στην Ύδρα και απόσπασμά της δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 1825 στην εφημερίδα Ο φίλος του Νόμου, συγκεντρώνοντας υπογραφές από 31 επιφανείς Ελληνίδες προερχόμενες από το Αιγαίο πέλαγος, την Ύδρα, τη Χίο, τα Σάλωνα, την Αθήνα, τη Λιβαδειά, μεταξύ των οποίων οι νησιώτισσες Βασιλική Λαζ.Δ.Τσαμαδού, Ειρήνη Δημ.Α.Μιαούλη, Μαρία Ε.Τομπάζη, Κυριακή Α.Κριεζή, Ελένη Γ.Σαχίνη. Η καταστροφή της Χίου (1822), της Κάσου και των Ψαρών (1824) είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την αιχμαλωσία και την μεταφορά, ως πολεμική λεία,  χιλιάδων αμάχων γυναικών και νεαρών αγοριών, που κατέληξαν θύματα εμπορίας στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, όπως το Αουρούτ Μπαζάρ, το Γυναικοπάζαρο.

Οι θυσίες και τα βάσανα των γυναικόπαιδων περιγράφονται στα δημοτικά τραγούδια και τις μυθικές ιστορίες που διασώζονται μέσω της προφορικής παράδοσης, εμπνέοντας τις λαϊκές γυναίκες της υπαίθρου και των νησιών. Μικροί ύμνοι της γυναικείας υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας, περιγράφουν τις μαρτυρικές στιγμές που βιώνουν πολιορκούμενες, επιλέγοντας άλλοτε την κατά μέτωπον επίθεση, όπως η Δέσπω Τζαβέλα που πολεμά «με το παιδί στην αγκαλιά, με το ντουφέκι στ’άλλο [χέρι]» και άλλοτε την αυτοθυσία, όπως οι θαρραλέες Σουλιώτισσες που μαρτυρούν τον Δεκέμβρη του 1803 πέφτοντας μαζί με τα παιδιά τους από το Ζάλογγο. Οι Ελληνίδες του Σουλίου και του Μεσολογγίου υψώνουν το ανάστημά τους και με την ιαχή «Ελευθερία ή Θάνατος» ορίζουν τελικά τη μοίρα τους. Στο Μεσολόγγι, καθ’όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, οι γυναίκες συμμετείχαν στην άμυνα της πόλης, κουβαλώντας πέτρες και χώμα για την επιδιόρθωση των κατεστραμμένων τειχών και την αποκατάσταση των οχυρωματικών έργων, ενώ παράλληλα φρόντιζαν τους τραυματίες παρασκευάζοντας φάρμακα και μετατρέποντας τ’ ασπρόρουχα σε επιδέσμους. Την Κυριακή των Βαΐων ορισμένες γυναίκες, για να αποφύγουν την αιχμαλωσία, αφαιρούν την ζωή αυτών και των παιδιών τους ή ζητούν από τους άνδρες να τις φονεύσουν, ενώ ορισμένες άλλες μεταμφιέζονται με ανδρική φορεσιά στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από την μοίρα που επιφυλάσσει το φύλο τους, ευελπιστώντας είτε να γλιτώσουν είτε να απολαύσουν έναν τίμιο θάνατο εφόσον θα φονευθούν ως άνδρες.

Η συμβολή των γυναικών στα πεδία των μαχών υπογραμμίζεται στο παράδειγμα των γυναικών της Πελοποννήσου, οι οποίες καλλιεργούν τη γη και κουβαλούν τρόφιμα στους αποκλεισμένους επαναστάτες, μέσα σε φρούρια και πρόχειρα αναχώματα. Ακόμη, στην Αρκαδία, σύμφωνα με περιγραφές περιηγητών, οι γυναίκες κρεμούσαν τα νυφικά τους στέφανα και «κηρύττουσαι εαυτάς χήρας εάν έξενα ανάνδρου διαγωγής οι σύζυγοι αυτών έφευγον έμπροσθεν των απίστων», παροτρύνοντάς τους άνδρες τους να δείξουν θάρρος και να  συνταχθούν με τους επαναστάτες.  Στη Δημητσάνα Αρκαδίας οι γυναίκες ανέλαβαν να φτιάξουν πυρομαχικά, έχοντας μεγάλη εμπειρία από την δράση τους στους μπαρουτόμυλους της περιοχής, θυσιάζοντας για τον εφοδιασμό των εξεγερμένων την Δημητσανίτικη  Βιβλιοθήκη, χρησιμοποιώντας το χαρτί για την δημιουργία φυσεκίων. Ομοίως και στην Μάνη, το θαλάσσιο ορμητήριο της Πελοποννήσου, οι γυναίκες εκπαιδεύονταν στα όπλα με σκοπό την αντιμετώπιση των εξωτερικών- και εσωτερικών- εχθρών. Μάλιστα, στη Μάχη του Διρού, τον Ιούνιο του 1826, συμμετείχαν περίπου τριακόσιες γυναίκες, οι οποίες κατάφεραν να απωθήσουν τα εχθρικά στρατεύματα του Ιμπραήμ, πολεμώντας με ξύλα, πέτρες και δρεπάνια θερισμού. Η γυναικεία παρουσία δεν έλειψε ούτε από τη μεγάλη μάχη της Ακρόπολης (08/1826-05/1827), όπου μνημονεύεται η μαχητικότητα και ο πατριωτισμός της Ασήμως Λιδωρίκη, «Κυράς του Κάστρου της Ακρόπολης», συζύγου του Γιάννη Γκούρα, η οποία μετά το θάνατό του ηγήθηκε τμήματος αγωνιστών για την άμυνα του φρουρίου και χάθηκε, μαζί με άλλες έντεκα γυναίκες και παιδιά, όταν κατέρρευσε τμήμα της στέγης του Ερεχθείου και ετάφη με πολεμικές τιμές στον Ιερό Βράχο.

Οι θαλασσινές ηρωίδες του ΄21, ενσαρκώνουν το πρότυπο της χειραφετημένης γυναίκας, με τους όρους της εποχής τους, καθώς διαχειρίζονται την οικογενειακή κληρονομιά, ασχολούνται με το εμπόριο, διοικούν καράβια και πληρώματα, εξοπλίζουν στρατούς, μεριμνούν για τις οικογένειες των αγωνιζόμενων ναυτικών, συμμετέχουν σε ναυμαχίες και πολεμικές αναμετρήσεις, έχουν το θάρρος της γνώμης τους και αποφασίζουν για τον εαυτό και τις πράξεις τους. Η καπετάνισσα Δόμνα Βισβιζή «εξ Αίνου Ανατολικής Θράκης» ακολουθεί τον σύζυγό της, καπετάνιο Χατζή Αντώνη Βισβιζή, στο αρματωμένο μπρίκι «Καλομοίρα» και μάχεται υπέρ της εθνικής απελευθέρωσης. Μετά τον θάνατο του Βισβιζή στην πολιορκία της Εύβοιας (1822), ανέλαβε καπετάνισσα του «Καλομοίρα» με τα 16 κανόνια, ηγήθηκε ναυμαχιών και επιχειρήσεων εφοδιασμού, φρόντισε από την ιδία περιουσία τις 140 ψυχές που είχε πλήρωμα, εξαντλώντας όλους της τους πόρους, με αποτέλεσμα να παραχωρήσει το πλοίο της, πλήρως εξοπλισμένο, το 1824, στην Προσωρινή Κυβέρνηση. Παρέμεινε πιστή στις αξίες και τα ιδανικά του Αγώνα της Ελευθερίας παρότι εγκαταλείφθηκε και εκείνη και τα παιδιά της δίχως κρατική μέριμνα ή μερίδιο αποζημίωσης. 

Από τον νησιωτικό χώρο του Αιγαίου πελάγους, αναδύθηκαν μέσα από τις τοπικές ελίτ και τα σπλάχνα της ακμαίας εμπορικής ναυτιλίας, δύο κορυφαίες θαλασσομάχοι του Αγώνα, η  πολυπράγμων «νέα Σαλαμινομάχος», Λασκαρίνα «Μπουμπουλίνα» Πινότση και η «bella Greca» Μαντώ Μαρογένους. Η Μπουμπουλίνα, προερχόμενη από το εύρωστο περιβάλλον των Σπετσών, κληρονόμος των περιουσιών των δύο θανόντων καραβοκύρηδων συζύγων της, Δημητρίου Γιάννουζα και Δημητρίου Μπούμπουλη, συνδέθηκε στενά με την Φιλική Εταιρεία και συνέδραμε τον Αγώνα με σημαντικά κεφάλαια, ενώ παράλληλα έλαβε μέρος σε αρκετές ναυμαχίες με την ναυαρχίδα της, «Αγαμέμων», αλλά και σε χερσαίες πολιορκίες. Κατά τα πρώτα έτη της Επανάστασης, είχε σχηματίσει και συντηρούσε ένα ιδιωτικό στρατιωτικό σώμα, από Σπετσιώτες, ενώ αντίστοιχα μεριμνούσε για τα πλοία της και τα πληρώματά τους. Σημαντική υπήρξε η συμβολή της κατά την επιχείρηση αφαίρεσης και μεταφοράς της μολύβδινης στέγης του μεντρεσέ του Άργους για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη μολυβιού κατά την πολιορκία του Ναυπλίου (1822). Η προσφορά της αναγνωρίστηκε από το ελληνικό κράτος 193 χρόνια μετά το θάνατο της, αποδίδοντάς της τον τίτλο Υποναυάρχου επί τιμή.

Η ανιδιοτελής ηρωίδα της Μυκόνου, Μαντώ Μαυρογένους, γεννημένη στην Τεργέστη, στο προοδευτικό περιβάλλον των παραδουνάβιων ηγεμονιών και μεγαλωμένη στις Κυκλάδες, μορφωμένη και βαθιά ρομαντική, εκφράζει έναν θαυμάσιο ανιδιοτελή πατριωτισμό που συγκινεί ακόμη και σήμερα τον αναγνώστη των επιστολών της: «Η αγάπη για την πατρίδα μου, η πίστη στη θρησκεία και η δίψα για μια δίκαιη εκδίκηση ξεσήκωσαν την ψυχή μου και μου έδωσαν το πάθος για μάχες. Λαχταρώ μια μέρα μάχης, όπως οι άλλες γυναίκες αναστενάζουν μετά από μια ημέρα χορού.». Αξιοποιεί την πατρική κληρονομιά για να ναυλώσει πλοία και να οργανώσει την άμυνα της Μυκόνου παρακινώντας τους νησιώτες να συμμετάσχουν στην Επανάσταση, ενισχύει οικονομικά χερσαίες και θαλάσσιες επιχειρήσεις (Πήλιο, Φωκίδα, Πελοπόννησος), ακόμη, μεριμνά για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Σάμου και της Χίου και αναλαμβάνει την στήριξη των Ελλήνων κατά την πολιορκίας της Καρύστου. Παράλληλα με την υλική ενίσχυση των αγωνιστών, επιδιώκει την συστράτευση των Ευρωπαίων φιλελλήνων στους σκοπούς του Αγώνα. Με τη δημιουργία του νεολληνικού κράτους, η Μαντώ Μαυρογένους αγωνίστηκε ξανά, αυτή τη φορά για να αναγνωριστούν οι υπηρεσίες της προς την πατρίδα και το έθνος των Ελλήνων, χωρίς αποτέλεσμα. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει σε μια από τις αναφορές της προς τη διοίκηση «Η πατρίς μοι χρεωστεί πολλά δικαιώματα, τα οποία υστερούμαι ούσα γυνή». Ο Α΄ Κυβερνήτης της Ελλάδας, Ιωάννης Καποδίστριας αναγνωρίζοντας την προφορά της στην υπόθεση της απελευθέρωσης, της απένειμε το αξίωμα του επίτιμου αντιστράτηγου.

Οι γυναίκες του Αγώνα, προερχόμενες από διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα, προσλαμβάνουν διαφορετικά τον Αγώνα και συμμετέχουν με διάφορους τρόπους στην υπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης. Όλες, ανεξαιρέτως, διακρίνονται από γενναιότητα, φιλοπατρία, φιλαλληλία και αυταπάρνηση. Καθεμιά από το δικό της μετερίζι δίνει την μάχη της και όλες μαζί επιλέγουν «ή να σωθώμεν ελεύθεραι ή να αποθάνωμεν ελεύθεραι», γνωρίζοντας, όπως έξοχα συνοψίζει στην επιστολή της η Ε. Καΐρη ότι «(..)ενδεχομένως, δεν θα ζήσουμε να δούμε τη λαμπερή και ένδοξη μέρα που η χώρα μας θα απολαμβάνει την Ελευθερία και την Ανεξαρτησία της, αλλά παρά τα βάσανα που έχουμε υποστεί, θα ξεψυχήσουμε ικανοποιημένες με την σκέψη ότι θα πεθάνουμε για την πατρίδα μας, ελεύθερες Ελληνίδες και όχι πια σκλάβες των βάρβαρων τυράννων.».
 
 
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 
  • -,-. «Επιστολή 'Ελληνίδων τινών προς φιλελληνίδας ('Ιστορικόν κείμενον)», στο Φιλολογικόν Περιοδικόν κατά τριμηνιαίαν εκδοδόμενον «Παρνασσός», Περίοδος Δευτέρα, τ.ΙΖ΄(αρ.2 Απρίλιος-Ιούνιος 1975), Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός», Αθήνα, 1975 (σ.299-308)
  • Address (1826), “A Voice from Greece, Contained in an Address from a Society of Greek Ladies to the Philhellenes of their Own Sex in the rest of Europe”, translated [into English] by George Lee, London, John Hatchard and Son, 187, Piccadilly: 5- 14
  • Denissi Sophia, “The Greek Enlightenment and the Changing Cultural Status of Women”/ «Ο ελληνικός διαφωτισμός και η μεταβολή της πολιτισμικής θέσης των γυναικών», Σύγκριση/Comparaison, vol.12 (2001), Ελληνική Εταιρεία Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, (pg. 42-47)
  • Kitromilides M. Paschalis, “The Enlightenment and womanhood: cultural change and the politics of exclusion”, Journal of Modern Greek Studies, vol.1(05/1983), Johns Hopkins University Press, (pg. 39-61)
  • Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη Ελένη, «Οι γυναίκες στην Ελληνική Επανάσταση», στο Δίκτυα εξουσίας στη νεότερη Ελλάδα- Δοκίμια προς τιμή του John Campbell, (επιμ. Mark Mazower, μτφ. Κώστας Κουρεμένος), Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2014
  • Γ.Α.Κ. - Κεντρική Υπηρεσία, Μικρές Συλλογές Κ, Συλλογή Γεωργίου Λαδά, Επιστολή της Μ.Μαυρογένους προς το Βουλευτικό Σώμα, Ναύπλιο, 6 Μαΐου 1825
  • Λάζου Βασιλική, 1821-Γυναίκες και Επανάσταση: Από τον οθωμανικό κόσμο στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, Διόπτρα, Αθήνα, 2021
  • Μουτζάν-Μαρτινέγκου Ελισάβετ, Αυτοβιογραφία, (εισαγωγή-φιλολογική επιμέλεια Βαγγέλης Αθανασόπουλος), Ωκεανίδα, Αθήνα, 1997.
  • Ξηραδάκη Κούλα, Γυναίκες του ’21: Προσφορές, ηρωισμοί και θυσίες, Δωδώνη, Γιάννενα, 1995
  • Ολυμπίτου Ευδοκία, Μπουμπουλίνα, Καΐρη, Μαυρογένους: Οι γυναίκες του Αγώνα, β’ εκδ., Τα Νέα, Αθήνα, 2019
  • Φιλήμων Ιωάννης, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Eλληνικής Eπαναστάσεως, τ. 3, Τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτενά, Αθήναι, 1859-1861