H ιστοσελίδα αποθηκεύει μόνο τα απαραίτητα cookies για να λειτουργήσει σωστά. Με τη συγκατάθεσή σας θα χρησιμοποιήσουμε επιπλέον cookies: α. Για βελτίωση της περιήγησης (πχ. γλώσσα), επιλέξτε «ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΜΟΝΟ». β. Για ανάλυση της επίδοσης, λειτουργικότητάς της ιστοσελίδας και την προβολή εξατομικευμένου περιεχομένου, επιλέξτε «ΟΛΑ ΤΑ COOKIES». Για περισσότερες πληροφορίες και για να ανακαλέσετε τη συγκατάθεσή σας, πατήστε εδώ.

Ελευθερία μέσα από τους θαλασσινούς αγώνες

200 χρόνια ελευθερίας

Πατρίδα

«Πατρίδ’ αν θέλετ’ ένδοξον την θάλασσαν οπλίστε»

Εμμανουήλ Βυβιλάκης (1806-1880), κρητικός Αγωνιστής του 1821
 
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στην «Προκήρυξις προς τους Έλληνες του Αρχιπελάγους», την οποία απευθύνει τον Οκτώβριο του 1820 από το Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας, καλεί άπαντες «άνδρες φιλοπάτριδες» να διεκδικήσουν τα εθνικά τους δικαιώματα και να αγωνιστούν για την ελευθερία, αυτή την ώρα όπου «όλοι κοινώς, μικροί και μεγάλοι, συναισθάνονται την βαρείαν ατιμίαν του να υποφέρωσιν εις τον καταδυναστεύοντα ζυγόν της τυραννίας», όταν «όλων αι καρδίαι καταφλέγονται από τον προς την πατρίδαν ιερόν έρωτα». Αυτή η φλόγα πυροδότησε την εξέγερση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τον ξεσηκωμό, πρώτα της Πελοποννήσου και έπειτα της Στερεάς Ελλάδας, των νησιών του Αιγαίου, της Ηπείρου, της νοτιοανατολικής Θεσσαλίας, της Θράκης, της Μακεδονίας (Όλυμπος, Νάουσα), της Κρήτης, της Κύπρου και κινητοποίησε ομογενείς και φιλέλληνες από τις σημαντικότερες εστίες της ελληνικής διασποράς.

«Ήλθεν, αδελφοί, ο καιρός να δείξωμεν πόσην δύναμιν έχει ο ζήλος της πίστεως και η αγάπη της πατρίδος», διαμήνυε τον Απρίλιο του 1821 ο Αντώνης Οικονόμου από την Ύδρα. Πράγματι, η αθρόα συμμετοχή των ναυτικών στον Αγώνα σε συνδυασμό με τον πολεμικό ζήλο των εξεγερμένων στις χερσαίες αναμετρήσεις διατήρησαν ζωντανή την ελπίδα της απελευθέρωσης της πατρίδας και ακμαίο το ηθικό των αγωνιζομένων Ελλήνων. Παρά το γεγονός ότι το θέατρο των επιχειρήσεων στήθηκε στην ξηρά και συγκεκριμένα στην Πελοπόννησο, ο Αγώνας έμελλε να κριθεί στη θάλασσα. Στην επταετή πολεμική αναμέτρηση των Ελλήνων έναντι των Οθωμανών, τριάντα από τους σαράντα ναυτότοπους του Αιγαίου και Ιονίου πελάγους, μεταξύ των οποίων η Ύδρα, η Σπέτσες, τα Ψαρά, το Γαλαξίδι, η Κάσος, η Μύκονος, η Σαντορίνη, ο Αίνος, το Τρίκερι, η Σκόπελος, η Σάμος, ο Πόρος, η Πάτμος, το Καστελόριζο και τα παράλια της Μ.Ασίας (Κυδωνιές, Αϊβαλί), συνέδραμαν οικονομικά και υλικά την Επανάσταση. Οι εστίες αυτές μετουσιώθηκαν από κέντρα του θαλάσσιου εμπορίου και της ναυπηγικής τέχνης της Μεσογείου σε επιχειρησιακούς πυρήνες των επαναστατημένων Ελλήνων. Οι Έλληνες καραβοκύρηδες, οικονομικά εύρωστοι και σε διαρκή επικοινωνία με την Ευρώπη του Διαφωτισμού και των Επαναστάσεων, απαντούν στο κάλεσμα της πατρίδας, διαθέτοντας τον ιστιοφόρο εμπορικό στόλο, πλήρως εξοπλισμένο και αρματωμένο μαζί με χιλιάδες ακόμη μικρότερα σκάφη για τις ανάγκες του Αγώνα.

Το πολεμικό ναυτικό των Ελλήνων, ήταν αρχικά ένας «ιδιωτικός» επαναστατικός στόλος, 60 περίπου πλοίων, το οποίο στη συνέχεια ενισχύθηκε από ιστιοφόρα πυρπολικά και αρκετά μικρότερα βοηθητικά σκάφη. Υπολογίζεται ότι συνολικά στην Επανάσταση έλαβαν μέρος περισσότερα από 700 μεγάλα ιστιοφόρα πλοία, τα οποία ενίσχυσαν παντοιοτρόπως τον Αγώνα. Άλλοτε από την πρώτη γραμμή των πολεμικών επιχειρήσεων, συμμετέχοντας στις θρυλικές ναυμαχίες της Ερεσσού (1821), της Πάτρας, των Σπετσών, της Τενέδου (1822), του Γέροντα (1824), της Άνδρου, της Μεθώνης και του Καφηρέα (1825), αναλαμβάνοντας τον ανεφοδιασμό των επαναστατημένων στην ξηρά και τη μεταφορά προσφύγων από τις λεηλατημένες περιοχές και άλλοτε συμμετέχοντας στο διαμετακομιστικό εμπόριο της Μεσογείου, εξασφαλίζοντας αμοιβές για τα πληρώματα, αποφέροντας χρήματα στα ταμεία των νησιών, με αποτέλεσμα τον εξοπλισμό των πλοίων και την ενίσχυση του στόλου. Οι Έλληνες ναυτικοί, έλαβαν μέρος σε τριάντα ναυτικές εκστρατείες, υπερασπίστηκαν την πατρίδα και θυσιάστηκαν για την εθνική ανεξαρτησία με μπρίκια, σακολέβες, γαλιότες, ιμιόλια, νάβες, πολάκες και σαϊτες. Προστάτες του πληρώματος, ο Άγιος Νικόλας, σπανιότερα ο πολιούχος του γενέθλιου τόπου τους, και η «φιγούρα» ή «γοργόνα», η προσωποποιημένη ψυχή του πλοίου τους.

Οι «φιγούρες», τα ακρόπρωρα δηλαδή, λειτουργούσαν σαν φυλαχτό, φορείς καλοτυχίας, ευημερίας, φόβητρο για τους εχθρούς αλλά προστάτες για τα πληρώματα των καραβιών που κοσμούσαν. Εξαίρετα δείγματα λαϊκής ξυλογλυπτικής, αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού πλοίου από τα μέσα του 18ου αιώνα έως και την εμφάνιση της ατμήλατης ναυτιλίας. Οι μορφές τους συνδέθηκαν με τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας και την αφύπνιση της ελληνικής εθνικής συνείδησης καθώς υψώθηκαν ως σύμβολα απελευθέρωσης ενός σκλαβωμένου έθνους και συνέχειας του ελληνισμού. Οι καραβομαραγκοί και οι καπεταναίοι εμπνέονται από τα ανδραγαθήματα των «αρχαίων ημών προγόνων», τις αρετές των Ολύμπιων θεών και τις αλλόκοτες, σχεδόν «μαγικές» ιδιότητες των μυθικών πλασμάτων. Ο Ανδρέας Μιαούλης στολίζει το μπρίκι «Άρης» με μια φιγούρα πολεμιστή και μορφή που θυμίζει τον Μέγα Αλέξανδρο, όπως αυτός παρουσιάζεται στην έκδοση της Χάρτας του Ρήγα που τυπώθηκε στη Βιέννη το 1797. Ο υδραίος Αναστάσιος Τσαμαδός επιλέγει αρχαιοελληνική αναπαράσταση του Ολύμπιου θεού του πολέμου για τον δικό του δρύινο «Άρη», ο σπετσιώτης Γ.Πάνου τοποθετεί τον «Σόλωνα» προστάτη και οδηγό του ομώνυμου πλοίου κι ο Χατζη-Γιάννης Μέξης ρίχνεται στη μάχη με τον δικό του «Λεωνίδα», ενώ η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα κοσμεί τον «Αγαμέμνωνα» με μια ιδιαίτερη γυναικεία μορφή. Στις ναυμαχίες του Αγώνα πλάι στους υπερασπιστές «Αγίους», όπως οι «Άγιος Νικόλας», «Άγιος Γεώργιος» και ο «Αρχάγγελος Μιχαήλ» παρατάσσονται γολέτες, πολάκες, πάρωνες  και μαρτίγοι με αρχαιοελληνικές ονομασίες όπως «Αθηνά», «Δεϊδάμα» «Καλυψώ», «Γοργώ», «Μιλτιάδης», «Δημοσθένης». Ο σπετσιώτης Κωνσταντίνος Μπάμπας ονομάζει το πλοίο του «Επαμεινώνδα» και για φιγούρα του επιλέγει μια στιβαρή ανδρική μορφή με αρχαιοελληνική ενδυμασία, ενώ ο υδραίος Δημήτριος Βούλγαρης τοποθετεί κρανοφόρο πολεμιστή στην πλώρη του πάρωνα «Θεμιστοκλή». Οι θαλασσινοί αγωνιστές του ’21 στοιχειοθετούν, με αυτόν τον τρόπο, την εθνική τους ταυτότητα, σμιλεύοντας στις φιγούρες των «ξύλινων τειχών» της πατρίδας μορφές που μαρτυρούν την αδιάλειπτη πορεία του ελληνικού στοιχείου στον χρόνο, αναδεικνύοντας την ιστορική συνέχεια του Γένους των Ελλήνων.

Στις ελληνικές θάλασσες, στους ελληνικούς ναυτότοπους, στα πλοία που αρματώνονται για να υπερασπιστούν την πατρίδα, καθρεφτίζεται η πολιτισμική ταυτότητα των επαναστατημένων Ελλήνων. Στην ελληνική συνείδηση θα συνυπάρξουν έως ότου ενσωματωθούν τελικά, η βαθιά θρησκευτικότητα, η χριστιανική πίστη, οι παραδοσιακές αξίες, οι εγχώριες δεισιδαιμονίες και προλήψεις που επιβίωσαν στη μάχη με τον χρόνο και τον ορθό λόγο, οι φιλελεύθερες, ριζοσπαστικές ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και οι διδαχές, τα υψηλά ιδανικά και πρότυπα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Η Ελληνική Επανάσταση στάθηκε καθοριστική για τη δημιουργία και τη διαμόρφωση της νεοελληνικής ιδεολογίας. Η στιγμή του ξεσηκωμού συνδέθηκε με τη βαθύτερη συνειδητοποίηση του «ανήκειν» καθώς η αγάπη για τη γενέθλια γη, την ιδιαίτερη πατρίδα του καθενός, μετουσιώθηκε σε αγάπη για την Ελλάδα, για όλα τα μέρη όπου ζουν Έλληνες, εκεί όπου μιλούν την ελληνική γλώσσα και διατηρούν όμοια ήθη και έθιμα.

Ο πολύχρονος και αιματηρός αγώνας για την Ανεξαρτησία συνδέθηκε με τη θυσία χιλιάδων Ελλήνων σε στεριά και θάλασσα. Οι επιτυχίες των χερσαίων και θαλάσσιων αποστολών τα πρώτα χρόνια του Αγώνα σημαδεύτηκαν από την ήττα στην Αλαμάνα και το Δραγατσάνι, την ολέθρια καταστροφή του ελληνικού στόλου στο Γαλαξίδι, την επιδρομή του οθωμανικού στόλου υπό τον Καρά Αλή και τη σφαγή που επακολούθησε την κατάληψη της επαναστατημένης Σαμοθράκης, τη μαρτυρική σφαγή της Χίου και τη θυσία των φιλελλήνων στη Μάχη του Πέτα με αποτέλεσμα την καταστροφή του Σουλίου. Το έτος 1824, με τη σύμπραξη Οθωμανών και Αιγυπτίων, οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις θρηνούν για την καταστροφή δύο εκ των σημαντικότερων επιχειρησιακών κέντρων των επαναστατών, της Κάσου και των Ψαρών, των οποίων οι ισχυροί στόλοι είχαν κρατήσει ζωντανή την Επανάσταση. Όσοι ναυτικοί επέζησαν των αιματηρών επιθέσεων, ενώθηκαν με τους στόλους των όμορων νησιών και συνέχισαν να μάχονται «υπέρ της πατρίδος ελευθερίαν». Στις ναυμαχίες της Κω και της Αλικαρνασσού, στη Σάμο, την Ικαρία, στο Παλαιόκαστρο, το Νεόκαστρο και τη Σφακτηρία, τη Σάμο και τα παράλια της Πελοποννήσου, μέσα από τις ήττες του ελληνικού λαού, διαμορφώθηκε η αγάπη για κάθε ελληνική γωνιά, ο «ιερός έρωτας για την πατρίδα» που επικαλείτο ο Αλ.Υψηλάντης από το Ισμαήλιο το 1820.

Η τελευταία πράξη της Ελληνικής Επανάστασης έλαβε χώρα στην Ναυμαχία του Ναυαρίνου, στις 20 Οκτωβρίου του 1827. Είχε προηγηθεί η πρώτη ουσιαστική κίνηση των «προστάτιδων δυνάμεων» στην κατεύθυνση της αναγνώρισης της ελληνικής ανεξαρτησίας, με την Ιουλιανή Συνθήκη του Λονδίνου, στην οποία, όμως, δεν είχε συμφωνήσει ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν έτοιμες να παρέμβουν για να επιβάλλουν την ειρήνευση στην περιοχή. Η ελληνική πλευρά είχε εξασθενίσει μετά την σαρωτική επέλαση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, την κατάληψη της Τρίπολης, την ηρωική πτώση του Μεσολογγίου και της Ακρόπολης των Αθηνών. Στην Πελοπόννησο, η ελληνική σημαία ανέμιζε ακόμη στα κάστρα του Ναυπλίου, της Μονεμβασιάς και της Μάνης. Στην κορυφαία θαλάσσια επιχείρηση, η οποία εξασφάλισε την ελληνική ανεξαρτησία, παρατάχθηκαν 89 πλοία του οθωμανοαιγυπτιακού στόλου, με 2.240 πυροβόλα,  έναντι 27 συμμαχικών (12 Αγγλικών, 8 Ρωσικών και 7 Γαλλικών) με 1.324 πυροβόλα. Η ήττα των οθωμανοαιγυπτίων ήταν συντριπτική. Ο Άγγλος ναύαρχος Codrington, επί της ναυαρχίδος «Ασία», σημειώνει «Έδωσα διαταγή να μη ριφθεί ουδεμία βολή πυροβόλου, πριν οι Τούρκοι δώσουν το παράδειγμα, και η διαταγή αυτή ετηρήθη αυστηρώς», ενώ ο Γάλλος υποναύαρχος De Rigny στην πρώτη έκθεσή του προς τον Κόμη Guilleminot αναφέρει «Ο τουρκικός στόλος κατεστράφη. […] Ομολογώ ότι οι αν άνδρες του πληρώματος μου επολέμησαν ως λέοντες».

Η ανεξαρτησία της Ελλάδας επετεύχθη μέσα από πολυετή αγώνα θυσιών και αναμφισβήτητου ηρωισμού που υπέδειξαν οι αγωνιστές στις χερσαίες και θαλάσσιες αναμετρήσεις. Μέσα στο πολωτικό κλίμα της Επανάστασης, ο ελληνισμός κατάφερε να υπερασπίσει τα εθνικά του δικαιώματα και να καλλιεργήσει την εθνική του συνείδηση. Η πατρίδα οφείλει την απελευθέρωσή της στην τόλμη και την οξύνοια των σπουδαίων οπλαρχηγών, στην ικανότητα των ναυτικών και τη γενναιότητα που υπέδειξαν οι θαλασσομάχοι του Αιγαίου εξασφαλίζοντας τον έλεγχο των θαλασσών, στα δίκτυα της διασποράς που στάθηκαν αρωγοί του εθνικοαπελευθερωτικού ξεσηκωμού, στην ουσιαστική στήριξη των φιλελλήνων και στην οργάνωση του Αγώνα όπως σχεδιάστηκε από τους «διανοούμενους» επαναστάτες. Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του σημειώνει: «Πατρίς, να μακαρίζης γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ’αναστήσουνε, να ξαναειπωθής άλλην μιαν φοράν ελεύτερη πατρίδα, όπου ήσουνε χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών».
  
 
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 
  • Ασδραχάς Ι. Σπύρος (εισαγ.-σχόλια), Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, εκδ.Μέλισσα, Αθήνα, 1955.
  • Βερέμης Θάνος-Κολιόπουλος Γιάννης, 1821 Η γέννηση ενός έθνους-κράτους-Η συγκρότηση εξουσίας στην επαναστατημένη Ελλάδα, Β΄ τόμος, εκδόσεις ΣΚΑΪ ΒΙΒΛΙΟ, Αθήνα, 2020.
  • Γαβαλάς Γιάννης (επιλογή κειμένων)- Αδαμοπούλου-Παύλου Κωνσταντίνα(εισαγωγή), Ναυτικά εν έτει 1821, Εκδόσεις Τζεϊ & Τζεϊ Ελλάς, Πειραιάς, 2005.
  • Γαλάνη Κατερίνα-Χαρλαύτη Τζελίνα (επιμ.), Ο εμπορικός και πολεμικός στόλος κατά την Ελληνικήν Επανάσταση (1821-1831), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, υπό έκδοση, 2021.
  • Θέμελης Πέτρος, Καραβοκύρηδες και Ακρόπρωρα του 1821, Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα,2021
  • Καργάκος Ι.Σαράντος, Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, τομ.Α΄, Περί Τεχνών, 2019.
  • Λούκος Χρήστος, «Η Επανάσταση του 1821» στο Δημητρόπουλος Δημήτρης (επιμ.), Πώς γράφτηκε η ιστορία της Ελλάδας, έκδοση της «Εφημερίδας των Συνακτών», Ιανουάριος 2021.
  • Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ.Ε΄, εκδ.Ελευθερουδάκης, Αθήνα, 1925.
  • Μαζαράκης-Αινιάν Ι.Κ., Ο Ναυτικός Αγωνας 1821-1830, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο-Ι.Ε.Ε.Ε., Αθήνα, 2019.
  • Χαρλαύτη Τζελίνα, «Ο Αγώνας κρίθηκε στη θάλασσα», Αφιέρωμα 1821-Άρθρο στην «Κ», Καθημερινή, Παρασκευή, 26 Μαρτίου, 2021.
  • Χαρλαύτη Τζελίνα-Παπακωνσταντίνου Κατερίνα (επιμ.), Η ναυτιλία των Ελλήνων 1700-1821, Κέδρος, Αθήνα, 2013.