H ιστοσελίδα αποθηκεύει μόνο τα απαραίτητα cookies για να λειτουργήσει σωστά. Με τη συγκατάθεσή σας θα χρησιμοποιήσουμε επιπλέον cookies: α. Για βελτίωση της περιήγησης (πχ. γλώσσα), επιλέξτε «ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΜΟΝΟ». β. Για ανάλυση της επίδοσης, λειτουργικότητάς της ιστοσελίδας και την προβολή εξατομικευμένου περιεχομένου, επιλέξτε «ΟΛΑ ΤΑ COOKIES». Για περισσότερες πληροφορίες και για να ανακαλέσετε τη συγκατάθεσή σας, πατήστε εδώ.

Ελευθερία μέσα από τους θαλασσινούς αγώνες

200 χρόνια ελευθερίας

Ανιδιοτέλεια

«(…) προσφέρω λοιπόν τον εαυτόν μου διά την πατρίδα (…)
  ανυπομόνως αποδεχόμενος να διορισθώ όπου λογίζομαι αναγκαίος,
   διά να εκπληρώσω το ιερόν χρέος μου προς την φιλτάτην ελλάδα (…)»

Κωνσταντίνος Κανάρης
Ναύπλιο, 6 Σεπτεμβρίου 1825
 Επιστολή προς το Υπουργείο των Ναυτικών
 
 
Στη μακρόχρονη και ταραχώδη πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα, όπου οι εντάσεις και οι εσωτερικές αντιπαλότητες, τροφοδοτούμενες από τον φθόνο και την ιδιοτέλεια, κατέληξαν μοιραία στον εμφύλιο σπαραγμό, οι Έλληνες όφειλαν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων, να λειτουργήσουν συλλογικά, ως έθνοςκαι τα κατάφεραν. Διεκδίκησαν επάξια την θέση τους στο πλευρό της «πολιτισμένης Δύσης» -πολιτιστικά και ιδεολογικά- θεσπίζοντας δημοκρατικά συντάγματα, υιοθετώντας τον διαχωρισμό των εξουσιών, παρασύροντας χιλιάδες φιλέλληνες να υποστηρίξουν, ακόμα και να συνταχθούν με τους επαναστάτες, πολεμώντας στο πλευρό τους για την Ελευθερία.

Η Ελληνική Επανάσταση πέτυχε χάρη στον ανιδιοτελή πατριωτισμό πολλών αγωνιστών και την αυτοθυσία χιλιάδων Ελλήνων, οι οποίοι προσέφεραν για την «φίλτατην Ελλάδα», άλλοτε αρματώνοντας και εξοπλίζοντας τον στόλο «εκ του υστερήματος», τροφοδοτώντας τους ενόπλους στην ξηρά, ανακουφίζοντας τους τραυματίες, περιθάλποντας τα ορφανά και άλλοτε προσφέροντας «εαυτόν δια την πατρίδα». Άνθρωποι ανιδιοτελείς, υποκινούμενοι από ευγενείς προθέσεις, αγνό πατριωτισμό, αλληλεγγύη και πόθο για την ανεξαρτησία του έθνους, στόλισαν με τις πράξεις και τον χαρακτήρα τους την κορυφαία στιγμή της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας. Καθένας προερχόμενος από τη δική του αφετηρία, διανύοντας ξεχωριστή διαδρομή, ανταποκρινόμενος στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της εκάστοτε συγκυρίας, με μοναδική κοινή συνισταμένη την επίτευξη των «εθνικών πόθων», την απελευθέρωση του Γένους των Ελλήνων.

Μέσα από τους κόλπους της Φιλικής Εταιρείας, που επωμίστηκε αρχικά το κόστος της προετοιμασίας του «ιερού Αγώνος», ξεχώρισαν για την πατριωτική τους δράση, ο ιδρυτής της Νικόλαος Σκουφάς, ο εθνικός ευεργέτης Παναγιώτης Σέκερης, όπου μαζί με τους αδελφούς του Αθανάσιο και Γεώργιο διέθεσαν την περιουσία τους για τους σκοπούς του απελευθερωτικού αγώνα, και οι πατριώτες αδελφοί Υψηλάντη, οι οποίοι εκποίησαν την οικογενειακή περιουσία και πολέμησαν «υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» μέχρι το τέλος. Καθένας υπηρέτησε το δικό του όραμα για την ανεξαρτησία της πατρίδας, με λιτότητα και αξιοπρέπεια. Ανάλογα χαρακτηριστικά αποδίδονται στον σπουδαίο οπλαρχηγό, Νικήτα «Νικηταρά» Σταματελόπουλο, τον «Τουρκοφάγο» των Δολιανών, ο οποίος παρέμεινε στην πρώτη γραμμή των πολεμικών αναμετρήσεων σε Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα, με ανδρεία και σθένος, χωρίς να καταδεχτεί να  συμμετάσχει στη λαφυραγώγηση που ακολουθούσε τις σφοδρές μάχες. Το ήθος και την τιμιότητά του υπογραμμίζει η απόφασή του να προσφέρει στον έρανο για την ενίσχυση του πολιορκούμενου Μεσολογγίου ένα εξαίσιο σπαθί, με πλούσιο διάκοσμο, το όποιο είχε λάβει ως αμοιβή για την προσφορά του στη νικηφόρα Μάχη του Αγιονορίου (1822) εναντίον της αποδεκατισμένης στρατιάς του Δράμαλη.

Την ανιδιοτελή στάση του Νικηταρά, δεν φαίνεται να ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι ένοπλοι σε ξηρά και θάλασσα, οι οποίοι θεωρούσαν δεδομένο ότι θα αμείβονταν για την συμμετοχή τους στις ένοπλες αναμετρήσεις ενώ παράλληλα δεν δίσταζαν να λεηλατήσουν τις περιοχές των ηττημένων, ακόμη και των συμπατριωτών τους. Ορισμένοι οπλαρχηγοί και εύποροι καπεταναίοι ανέλαβαν να εξασφαλίσουν τις αμοιβές  των στρατευμάτων έως ότου υποχρεώθηκαν να ζητήσουν τη συνδρομή της κυβέρνησης, η οποία με τη σειρά της αποτάθηκε στους φιλελληνικούς κύκλους του εξωτερικού και τελικά προχώρησε στη σύναψη δανείων (1824 & 1825) για να καλύψει τις ανάγκες του αμφίρροπου αγώνα. Ο Φιλικός αγωνιστής, Χατζηγιάννης Μερτζέλλος, «Σοφικίτης», αρχηγός ενός στρατιωτικού σώματος με έδρα την Κορινθία, σε επιστολή του αναφέρει «(…) ώρμησα εις τα όπλα και μετά μεγίστης προθυμίας παρευρισκόμην με τους υπό την οδηγίαν μου όπου πόλεμος και όπως η χρεία της πατρίδας μου το απαιτούσεν. (…) δεν έλειψα από το να μην έχω υπό την οδηγίαν μου 500 και άλλοτε 1000 στρατιώτας, τους οποίους μην ευπορούν τότε το ταμείον ως γνωστόν τοις πάσι, εξοικονομούσα εξ ιδίων μου και με μισθούς και με άλλα αναγκαία (…) εδαπάνησα και την αναποληφθείσαν κατάστασίν μου, χωρίς να θελήσω ποτέ να αισχροκερδήσω (…)».

Ιδιαίτερα σημαντική για την εξέλιξη και την ευημερία του Αγώνα, στάθηκε η συμμετοχή επιφανών εμπόρων στα επαναστατικά συνωμοτικά δίκτυα, όπως αυτό της Φιλικής Εταιρείας. Οι περισσότεροι ενίσχυσαν οικονομικά τους εξεγερμένους Έλληνες, φρόντισαν για την απόκτηση και μεταφορά πολεμοφοδίων και ορισμένοι επέλεξαν να αρματωθούν και να πολεμήσουν στο πλευρό των επαναστατημένων. Ο «δημοκρατικότερος των προυχόντων», κατά τον Χαρίλαο Τρικούπη, φιλικός Αθανάσιος Κανακάρης από την Πάτρα, διετέλεσε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας, παραστάτης της Βουλής και αντιπρόεδρος στην Α΄ Εθνοσυνέλευση, ενώ  συμμετείχε και στις πολεμικές αναμετρήσεις στο Σαράβαλι και στην πολιορκία των Πατρών. Απεβίωσε την άνοιξη του 1823, έχοντας προσφέρει υπέρ του Αγώνα 20.000 γρόσια. Εντυπωσιακή δράση παρουσιάζει και ο Σερραίος μεγαλέμπορος και τραπεζίτης,  Εμμανουήλ Παπ(π)άς, ο οποίος μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία το 1819, ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη και διέθεσε μέρος της περιουσίας του για την προετοιμασία της Επανάστασης. Ο Παπ(π)ας ανταποκρίθηκε αμέσως στην εντολή οργάνωσης της εξέγερσης στη Μακεδονία, εξασφαλίζοντας όπλα και πολεμοφόδια από την Κωνσταντινούπολη, τα οποία μετέφερε με το πλοίο του ο περίφημος αγωνιστής καπετάνιος Χατζη-Αντώνης Βισβιζής στο φυσικό οχυρό και ορμητήριο της Χαλκιδικής, το Άγιο Όρος.

Μια εκ των σημαντικότερων στιγμών του εθνικού Αγώνα, ίσως η υπέρτατη στιγμή της θυσίας των εξεγερμένων, μαχόμενων Ελλήνων, ήταν η πολιορκία του Μεσολογγίου, η οποία κορυφώθηκε με την μνημειώδη Έξοδο τον Απρίλιο του 1826. Ο Ελβετός φιλέλληνας Ιωάννης Ιάκωβος Μέγιερ (John Jacob Meyer), εκδότης της πρώτης ελληνικής εφημερίδας, Ελληνικά Χρονικά, σε επιστολή του λίγες ημέρες πριν την πτώση του Μεσολογγίου αναφέρεται στην  «ενώπιον Θεού ορκωμένην απόφασίν μας δια να υπερασπισθώμεν και την υστέραν πιθαμή της γης του Μεσολογγίου και να συνενταφιασθώμεν υπό τα ερείπια της πόλεως χωρίς ν’ ακούσωμεν πρότασίν τινα συνθήκης. Η τελευταία μας ώρα ήγγικεν.». Στην οχύρωση της πόλης, ως αποτέλεσμα της πρώτης πολιορκίας το 1822, είχε συμμετάσχει ο χιώτης μηχανικός Μιχαήλ Κοκκίνης, ο οποίος είχε αντιληφθεί την επιτακτική ανάγκη κατασκευής ενός τείχους με σκοπό την προστασία των Μεσολογγιτών. Σε συνεργασία με φιλέλληνες, σχεδίασε αφιλοκερδώς τα τείχη και εργάστηκε ακούραστα για την δημιουργία τους. Αλλά και στη τελευταία πολιορκία της πόλης (Απρίλιος 1825- Απρίλιος 1826) συμμετείχε στην κατασκευή της δεύτερης γραμμής του εσωτερικού τείχους πλάι σε δεκάδες Μεσολογγίτες και Μεσολογγίτισσες. Στην ίδια σπαρακτική εθνική αναμέτρηση διακρίθηκε για τις υπηρεσίες του ο Κώστας Λαγουμιτζής (Χορμοβίτης ή Αργυροκαστρίτης) γνωστός από τις πηγές της εποχής ως «Κωστάκης», μια ακόμη ευγενική και ανιδιοτελής μορφή του Αγώνα. Ο Ηπειρώτης λαγουμιτζής ήταν πάντοτε σε ετοιμότητα, σε κάθε κρίσιμη πολιορκία, για να συνδράμει με τον τρόπο του, «ακούγοντας» τον εχθρό και ακυρώνοντας τις απόπειρες των Οθωμανών να υπονομεύσουν τις πόλεις και τα τείχη των Ελλήνων με εκρηκτικά, δημιουργώντας αντιλαγούμια. Για την δράση του στην πολιορκία του Μεσολογγίου, ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης έγραψε: «Πατρίδα, του χρωστάς πολύ αυτεινού του αγωνιστή.»

Στην γενναία Έξοδο του Μεσολογγίου θυσιάστηκε και ο σπουδαίος φιλικός αγωνιστής, έμπορος και πλοιοκτήτης, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος από την Πάτρα. Ένας πρόκριτος, από τους πλουσιότερους της Πελοποννήσου, ο οποίος συστρατεύθηκε με τους εξεγερμένους  τον Μάρτιο του 1821. Για τις ανάγκες της εμπορικής του δραστηριότητας, προεπαναστατικά είχε διαθέσει σημαντικά ποσά στον ναυτότοπο του Γαλαξειδίου για την απόκτηση πλοίων και συμμετείχε ως μέτοχος σε 16 από αυτά, ενώ παράλληλα διέθετε περί τα τριάντα καταστήματα και εργαστήρια στην Πάτρα, δύο αποθήκες οίνου, δύο ελαιοτριβεία, πέντε αρχοντικά και μεγάλες εκτάσεις γης. Αυτή την περιουσία, όπως και τη ζωή του, την διέθεσε για τον ευγενή σκοπό της απελευθέρωσης. Δραστηριοποιήθηκε οργανωτικά και διοικητικά στην Επανάσταση, συμμετέχοντας στις Εθνοσυνελεύσεις, σε επιτροπές (Επιτροπή εθνικού δανείου, Προσωρινή Επιτροπή για την διεύθυνση των πολεμικών και πολιτικών πραγμάτων της Δυτικής Ελλάδος) και σε πολεμικές αναμετρήσεις (Πολιορκία Κάστρου Πατρών, Παραλαβή φρουρίου Ναυπλίου (1821). Η προθυμία του να συνεισφέρει και η τιμιότητά που τον διέκρινε, οδήγησαν την Κυβέρνηση να του αναθέσει την διαχείριση των στόλων της Ύδρας και των Σπετσών και την ευθύνη είσπραξης των φόρων της Ηλείας. Στη διάρκεια του Αγώνα, ανέλαβε να ναυλώσει με δικά του έξοδα κεφαλλονίτικα πλοία (του Διονυσίου Φωκά και του φιλικού Ε.Πανά) για την μεταφορά πολεμοφοδίων, φθάνοντας μέχρι την Ιταλία για την κινητοποίηση της κοινότητας των Ελλήνων της διασποράς. Κατά την ύστατη πολιορκία του Μεσολογγίου, ταξιδεύει με προορισμό τη Ζάκυνθο σε αναζήτηση τροφίμων. Στα Απομνημονεύματά του, ο Ν.Κασομούλης αναφέρει «(…)αποφάσισαν όλοι και αρχηγοί και στρατιώτες να μαζώξωμεν τα άρματά μας, τα ασημένια και χρυσά, να τα βάλωμεν υποθήκη και να ζητήσωμεν θροφήν από Ζάκυνθον (…)». Οι Επτανήσιοι εφοδίασαν τον Παπαδιαμαντόπουλο αφιλοκερδώς, εξασφαλίζοντας για τους πολιορκημένους μεγάλη ποσότητα καλαμποκιού και λίγο σιτάρι.

Η δράση του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου είναι πράγματι αξιοσημείωτη, γιατί υπήρξε από τις ευγενείς προσωπικότητες του Αγώνα, καθώς επέδειξε ανιδιοτέλεια, πατριωτικό ζήλο και θαυμαστή γενναιότητα. Ανάλογα χαρακτηριστικά αποδίδονται στην σπουδαία ηρωίδα της Μυκόνου, Μαντώ Μαυρογένους. Η ειλικρινής αγάπη της «bella Greca» για την πατρίδα, σε συνδυασμό με την ανιδιοτέλεια του χαρακτήρα της, την οδήγησαν να αφιερώσει ολόκληρη της πατρική περιουσία προς ενίσχυση της Επανάστασης. Από τις πρώτες μέρες του Αγώνα ανέλαβε τον εξοπλισμό δύο πλοίων και την ενίσχυση ακόμη τεσσάρων, τα οποία συμπεριελήφθησαν στον στόλο του Ναυάρχου Ι.Τομπάζη. Το 1822, εκποιώντας τα χρυσαφικά της κατάφερε να εξοπλίσει το μπρίκι του Μαρκάκη Νιόρδου και να αναλάβει, για ένα χρόνο, τη συντήρηση πλοίου και πληρώματος (65 άνδρες). Ακόμη, αποφάσισε να πουλήσει τα υπέροχα κοσμήματά της, μεγάλης αξίας οικογενειακά κειμήλια, από μάλαμα (ασήμι), στολισμένα με ρουμπίνια, σμαράγδια και μαργαριτάρια, και να διαθέσει τα έσοδα για την περίθαλψη των διασωθέντων Ελλήνων  από την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Ο αλτρουισμός, η μεγαλοψυχία και η έντονη φιλανθρωπική της δραστηριότητα την οδήγησαν σε ρήξη με την οικογένεια της, η οποία δεν συμμερίζεται τον αγνό πατριωτισμό της νεαρής αγωνίστριας. Η ίδια, όμως επιμένει να μάχεται υπέρ της πατρίδος, μένοντας πιστή στα ιδανικά της απελευθέρωσης: «Η Πατρίς να ελευθερωθή και αδιάφορον τι θα γίνω εγώ». Η αυταπάρνηση που επιδεικνύει, μνημονεύεται από φιλέλληνες περιηγητές, οι οποίοι συγκινούνται από τον ρομαντισμό της «ωραίας κόρης της Μυκόνου», η οποία διακηρύττει πως «όταν έχω χρησιμοποιήσει όσα μπορώ να διαθέσω για τον ιερό σκοπό της ελευθερίας, θα πάω στο στρατόπεδο των Ελλήνων, για να τους ενθαρρύνω με το παράδειγμά μου και θα πεθάνω, εάν είναι απαραίτητο, γι’ αυτήν».

Τα λόγια της Μαντώς Μαυρογένους, η πρόθεση να θυσιαστεί για χάρη της πατρίδας αντανακλούν στην αυταπάρνηση, το θάρρος και την αποφασιστικότητα με την οποία πορεύτηκε στη ζωή του ο γενναίος ψαριανός πυρπολητής, Κωνσταντίνος Κανάρης. Εξαίρετο δείγμα ανδρείου αγωνιστή, ανιδιοτελούς ανθρώπου, ειλικρινούς πατριώτη, ο οποίος ρίχνεται στη μάχη χωρίς αναστολές για να εκπληρώσει, καθώς λέει ο ίδιος σε επιστολή του προς το Υπουργείο Ναυτικών, τον Σεπτέμβριο του 1825 «το ιερόν χρέος» του προς την Ελλάδα. Σπουδαία μορφή του ναυτικού αγώνα της Ανεξαρτησίας, δεινός θαλασσομάχος και γενναίος πυρπολητής, όργωσε τα μικρασιατικά παράλια και συμμετείχε στις σημαντικές και ριψοκίνδυνες πυρπολήσεις του εχθρικού στόλου, διακινδυνεύοντας διαρκώς τη ζωή του για την Ελευθερία. Ο Α΄ Κυβερνήτης της Ελλάδας, Ιωάννης Καποδίστριας, αναγνώρισε την προσφορά των δύο προαναφερθέντων αγωνιστών. Σε επιστολή του προς τον Κανάρη, τον Μάρτιο του 1828, με αφορμή την κατάσταση της Σάμου υπογραμμίζει: «Η Κυβέρνησις (..)έχει την πλέον ευχάριστον πεποίθησιν ότι ο διακαής προς την Πατρίδα ζήλος όστις ωδήγησε πάντοτε τον ανδρείον Κανάρην εις τόσα περικλεή κατορθώματα , τα οποία εις διαφόρους περιστάσεις έσωσαν την Πατρίδα, αυτός μόνος είναι ικανός να τον εμψυχώση και τώρα εις κατόρθωσιν νέων λαμπρών θριάμβων, ώστε να επισφραγίση ο ίδιος την νίκην των Ελλήνων εις την τελευταίαν ίσως ταύτην προσβολήν του εχθρού». Στην Μαυρογένους απένειμε το αξίωμα της επίτιμου αντιστράτηγου και της ανέθεσε την εποπτεία του Ορφανοτροφείου στο Ναύπλιο.

Έως τις μέρες μας παραμένουν αξιομνημόνευτες οι πράξεις εκείνων των ευγενών αγωνιστών που με οδηγό τα άδολα πατριωτικά αισθήματα, προσέφεραν, χωρίς δισταγμό τις περιουσίες αλλά και τη ζωή τους για την ανεξαρτησία της πατρίδας. Από την αυτοθυσία του Γεωργάκη Ολύμπιου στη μάχη της Μονής Σέκκου (1821), όπου πυροβολώντας ένα βαρέλι με πυρίτιδα, ανατίναξε το κωδωνοστάσιο στο οποίο είχε ταμπουρωθεί μαζί με τους άνδρες του, συμπαρασύροντας στο θάνατο αρκετούς Οθωμανούς που τους πολιορκούσαν, έως τις ανώνυμες γυναίκες που μετέφεραν μπαρούτι μέσα σε καλάθια με άπλυτα ρούχα, μπροστά από τα οθωμανικά στρατεύματα και τις ηρωίδες του Ζαλόγγου (1803) και της Νάουσας (1822) που προτίμησαν περήφανα τον θάνατο από την αιχμαλωσία, οι επαναστατημένοι αγωνίστηκαν με αυταπάρνηση και αποφασιστικότητα για «Ελευθερία ή Θάνατο».
  
 
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 
  • Raybaud Louis Maxime,Memoires sur la Grece pour servir a l'histoire de la guerre de l'Independance, accompagnes de plans topographiques (avec une introduction historique, par Alph. Rabbe), Tournachon-Molin Libraire, Paris, 1824-1825
  • Βακαλόπουλος Απόστολος, Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991
  • Βισβιζή-Δοντά Δόμνα, «Η ανεξαρτησία της Ελλάδος και η οικογένεια Σέκερη», Μνημοσύνη, τ.16 (2003-2005), σ.283-340
  • Γ.Α.Κ. - Κεντρική Υπηρεσία, Αρχείο Υπουργείου Ναυτικών, Επιστολή Κωνσταντίνου Κανάρη προς το Υπουργείο Ναυτικών, Ναύπλιο 6 Σεπτεμβρίου 1825
  • Γ.Α.Κ.-Ίδρυμα Ευγενίδου, Κατάλογος Έκθεσης «Τρέξε επάνω εις τα κύματα της φοβεράς θαλάσσης- 1821 Ο Αγώνας στη θάλασσα», Γενικά Αρχεία του Κράτους, Ίδρυμα Ευγενίδου, εκδόσεις Ζήτη, Αθήνα, 2021
  • Γούδας  Ν. Αναστάσιος, Βίοι παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, τ. Ε’, εκ του Τυπογραφείου Μ. Π. Περίδου, Αθήνα, 1872
  • Εθνικό Ιστορικό Μουσείο-Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, Αρχείο των Αγωνιστών του 1821
  • Θωμόπουλος Ν. Στέφανος, Ιστορία της πόλεως Πατρών: Από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1821, τ.Β’, Αχαϊκές εκδόσεις, Πάτρα, 1999
  • Μποζίκης Σίμος, Ελληνική Επανάσταση και δημόσια οικονομία: Η συγκρότηση του ελληνικού εθνικού κράτους 1821-1832, εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα, 2021
  • Ξηραδάκη Κούλα, Γυναίκες του ’21: προσφορές, ηρωισμοί και θυσίες, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννενα, 1995
  • Ορλάνδου Κ. Αναστάσιου, Ναυτικά,ήτοι ιστορία των κατά τον υπέρ ανεξαρτησίας της Ελλάδας αγώνα πεπραγμένων: υπό των τριών ναυτικών νήσως, ιδίως δε των Σπετσών, τ.Β΄, εκ του Τυπογραφείου Χ.Ν. Φιλαδελφέως , εν Αθήναις, 1869
  • Πρασσά Ν. Αννίτα, Οι αγωνίστριες του ’21, εκδόσεις Περισκόπιο, Αθήνα, 2010
  • Ροτζώκος Νίκος, Επανάσταση και Εμφύλιος στο Εικοσιένα, Πλέθρον, Αθήνα, 1997
  • Ρούνιος Χ. Κωνσταντίνος,  Ιστορικαί σελίδες εκ της Επαναστάσεως του 1821 : Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, Θάνος Κανακάρης, Μπεν. Ρούφος : επί τη βάσει διαφόρων πηγών και εγγράφων, Εκδοτικός Οίκος Θεοδώρου Α. Κούκουρα, Πάτρα, 1939