H ιστοσελίδα αποθηκεύει μόνο τα απαραίτητα cookies για να λειτουργήσει σωστά. Με τη συγκατάθεσή σας θα χρησιμοποιήσουμε επιπλέον cookies: α. Για βελτίωση της περιήγησης (πχ. γλώσσα), επιλέξτε «ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΜΟΝΟ». β. Για ανάλυση της επίδοσης, λειτουργικότητάς της ιστοσελίδας και την προβολή εξατομικευμένου περιεχομένου, επιλέξτε «ΟΛΑ ΤΑ COOKIES». Για περισσότερες πληροφορίες και για να ανακαλέσετε τη συγκατάθεσή σας, πατήστε εδώ.

Ελευθερία μέσα από τους θαλασσινούς αγώνες

200 χρόνια ελευθερίας

Αλληλεγγύη

«Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι-ξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει την που τα ‘ψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντες ο κόσμος λείψει!» *

Βασίλης Μιχαηλίδης, «Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία (Κύπρου)» (1884-1885), α΄ έκδοση: Λεμεσός, 1911

Η Ελληνική Επανάσταση, ως γενέθλια πράξη του ελληνικού κράτους, επιβεβαιώνει την μακραίωνη επιβίωση του ελληνισμού και ταυτόχρονα συνδέεται με την Ευρώπη και τα νεωτερικά διδάγματα του Διαφωτισμού. Οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι, από την περίοδο της Αναγέννησης, τοποθετούν στο κέντρο των μελετών τους την Ελλάδα, αντιμετωπίζοντάς την ως «ψυχή της Ευρώπης», εντοπίζοντας ακόμη και κοινές συνιστώσες στην πολιτισμική τους ταυτότητα. Ο θαυμασμός που τρέφει η Ευρώπη προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό δικαιολογεί, κατά κάποιον τρόπο, τις εγκάρδιες εκδηλώσεις αλληλεγγύης προς τους «απογόνους του Σωκράτη». Για ορισμένους οι «εξεγερμένοι Έλληνες» αποτελούν ένα χρόνια καταπιεζόμενο έθνος, ενώ για κάποιους άλλους αρκεί η θρησκευτική διάσταση της εμπόλεμης αναμέτρησης, για να ταχθούν υπέρ των ομόδοξων χριστιανών. Η αλληλεγγύη της Ευρώπης, ενίοτε προσλαμβάνει ιδεολογικά χαρακτηριστικά και άλλοτε περιορίζεται σε εκφράσεις πολιτικής και θρησκευτικής μισαλλοδοξίας.

Το φιλελληνικό κίνημα στήριξε θερμά την επανάσταση των Ελλήνων. Η συμπαράσταση, η οικονομική αρωγή και η αλληλεγγύη που επέδειξαν τόσο οι ένοπλοι εθελοντές όσο και εκείνοι που συνέδραμαν από τους τόπους τους το επαναστατικό κίνημα, μέσω των Φιλελληνικών Κομιτάτων, στάθηκε καθοριστική σε διάφορες φάσεις του Αγώνα. Ο σχεδόν αδιάκοπος εφοδιασμός των επαναστατημένων με φάρμακα, τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, σπανιότερα η μεταφορά μηνυμάτων και αλληλογραφίας μέσω των εμπορικών πλοίων, η μετέπειτα αναγκαία μέριμνα για τους πρόσφυγες και τα ορφανά του πολέμου αλλά και η έμπρακτη συμμετοχή ορισμένων στα πεδία των μαχών, αποτελούν μονάχα ορισμένες από τις πράξεις αλληλεγγύης των Φιλελλήνων και των Ελλήνων της Διασποράς. Ευρωπαίοι διανοούμενοι, όπως ο Λαμαρτίνος, ο Γκαίτε, ο Σέλλεϋ, ο Πούσκιν και πολλοί άλλοι, επιδίδονται σε συγγραφή κειμένων, άρθρων ακόμη και βιβλίων με θέμα την Ελλάδα, τον ελληνικό πολιτισμό ή και την ίδια την Επανάσταση καθώς τοποθετούνταν υπέρ των Ελλήνων, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο το φιλελληνικό αίσθημα. Στην υποστήριξη και τη φροντίδα του μαχόμενου ελληνισμού πρωτοστατεί η Δύση και ο ευρωπαϊκός Βορράς -ορισμένα γερμανικά κρατίδια με πρώτη την Βαυαρία, η Γαλλία, η Ελβετία, η γειτονική Ιταλία, η Αγγλία, η Πολωνία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Σουηδία, η Δανία- και φυσικά, οι Η.Π.Α.. Ιδιαίτερα συγκινητική είναι η συμμετοχή περίπου 1200 νέων ανδρών από αυτές τις περιοχές, οι οποίοι διοχετεύονται στην Ελλάδα, με τη βοήθεια των φιλελληνικών δικτύων, τα οποία φρόντιζαν να παρέχουν στους εθελοντές χρήματα, τρόφιμα, ρούχα, διαβατήρια, για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν το ταξίδι προς την επαναστατημένη Ελλάδα.

Το λιμάνι της Μασσαλίας θα αποτελέσει κατεξοχήν σταθμό επιβίβασης των εθελοντών. Εκεί βρισκόταν και ένα από τα πιο δραστήρια κέντρα συλλογής χρημάτων και λοιπών εφοδίων αλλά και στράτευσης, καθοδήγησης και μεταφοράς φιλελλήνων εθελοντών. Ήταν το εμπορικό κατάστημα του Κύπριου Νικολάου Θησεύς, με ανεπτυγμένο εμπορικό δίκτυο που εκτεινόταν από την Λάρνακα και την εύρωστη επιχείρηση του αδελφού του «Κυπριανός Θησεύς και Σία» έως τα σημαντικότερα διαμετακομιστικά κέντρα της Ευρώπης. Η οικογένεια Θησεύς θα συνδεθεί στενά με την Φιλική Εταιρεία και θα πρωταγωνιστήσει στους αγώνες για την απελευθέρωση της Ελλάδας και της Κύπρου. Μάλιστα, οι ενέργειες του νεαρού αρχιμανδρίτη Θεοφύλακτου ή Θεόφιλου Θησεύς θα αποτελέσουν αφορμή για τα μαρτυρικά γεγονότα του Ιουλίου του 1821. Πολλοί Κύπριοι, ιδίως όσοι διέμεναν στα παροικιακά κέντρα των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών και την Ευρώπης συμμετείχαν στην προετοιμασία και την ενίσχυση του Αγώνα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Αγγελή Μιχαήλ Κυπραίου, ο οποίος συμμετείχε στον Ιερό Λόχο του Αλέξανδρου Υψηλάντη, μόλις ήχησε το εναρκτήριο σάλπισμα της εξέγερσης και παρέμεινε αγωνιζόμενος έως την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Η Κύπρος εξέφρασε την αλληλεγγύη της στον επαναστατημένο ελληνισμό και συμμετείχε παντοιοτρόπως στην υπόθεση της απελευθέρωσης των Ελλήνων, αποδεικνύοντας ακόμη μια φορά τους στενούς δεσμούς των Κυπρίων με το μητροπολιτικό κέντρο και την άσβεστη επιθυμία για ένωση με την μητέρα-πατρίδα.

Η δράση της Φιλικής Εταιρείας στην Κύπρο χρονολογείται προεπαναστατικά-ίσως το 1819 ή το 1820- με την άφιξη στο νησί ενός «Αποστόλου» των Φιλικών, του Δημητρίου Ίπατρου, ο οποίος μεταφέροντας το μήνυμα του ξεσηκωμού, καταφέρνει να συσπειρώσει αρκετούς προκρίτους και μέλη του κλήρου, με πρωταγωνιστή τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό. Ανάλογα αποτελέσματα είχε και η έλευση των Φιλικών Στέργιου Χατζηκώστα, Αντώνιου Πελοπίδα και αρχιμανδρίτη Θ.Θησεύς. Σύμφωνα με το άρθρο 15 του «Γενικού Σχεδίου» της Φιλικής Εταιρείας, που συμφωνήθηκε στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας το φθινόπωρο του 1820: «Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Κυπριανός υπεσχέθη να συνεισφέρη χρήματα ή τροφάς, όσας δυνηθή. (…) και τέλος να σκεφθή, πώς να διαφυλάξη το ποίμνιόν του από τους κατοίκους εκεί εχθρούς.». Ακόμη, σε επιστολή (8/10/1820) του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς τον ιεράρχη, με συνθηματική φρασεολογία, επιβεβαιώνεται η ύπαρξη «γενναίας συνεισφοράς», προοριζόμενη «δια το Σχολείον της Πελοποννήσου», του οποίου «η έναρξις (…) εγγίζει», εννοώντας εδώ την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα. Η γεωγραφική θέση της Κύπρου δεν ευνοούσε μια ταυτόχρονη νικηφόρα εξέγερση στα εδάφη της. Παρά την αριθμητική υπεροχή των Ελλήνων έναντι των Οθωμανών στο νησί και την οικονομική ευρωστία ορισμένων κατοίκων που θα διευκόλυνε την εξέλιξη του αγώνα, η εγγύτητα της νήσου στις ακτές της Μ.Ασίας, όπου βρίσκονταν εγκατεστημένοι συμπαγείς μουσουλμανικοί πληθυσμοί και οθωμανικά στρατεύματα, και η αντιστρόφως ανάλογη απόστασή της από την Ελλάδα κατέστησε απαγορευτική την συμμετοχή της στην Επανάσταση.

Η οργή των Οθωμανών για την αλληλεγγύη που δείχνουν οι Ελληνοκύπριοι στους αγωνιζόμενους αδελφούς τους συσσωρεύεται και ο μουσελίμης (τοπικός διοικητής) Κιουτσούτ Μεχμέτ μένεα πνέων, διατάζει, με αφορμή την διανομή επαναστατικών προκηρύξεων στην Λάρνακα από τον αρχιμανδρίτη Θ. Θησεύς, τον αφοπλισμό όλων των χριστιανών της Κύπρου και ενισχύεται από την Υψηλή Πύλη με ένα σώμα 4.000 στρατιωτών από την Συρία και την Παλαιστίνη. Παρά την ψύχραιμη αντίδραση του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και την υπακοή που έδειξαν οι Έλληνες στο σουλτανικό φιρμάνι και την επακόλουθη εγκύκλιο του Αρχιεπισκόπου που συνιστούσε «πειθαρχία», οι βιαιότητες που γνώρισε το νησί δεν είχαν προηγούμενο. Με απώτερο σκοπό τον εκφοβισμό των Ελλήνων και την στοχευμένη εξόντωση του πληθυσμού διατάχθηκε η εκτέλεση των εκκλησιαστικών ηγετών και καταρτίστηκε ειδικός κατάλογος με τα ονόματα των «συνομοτών», οι οποίοι θα τιμωρούνταν με θάνατο και δήμευση περιουσιών. Στις 9 Ιουλίου 1821 απαγχονίστηκε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός και αποκεφαλίστηκαν, μεταξύ άλλων, οι Μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος, Κυρήνειας Λαυρέντιος. Την επόμενη μέρα οι σφαγές συνεχίστηκαν, ενώ δεν είχαν τέλος οι εμπρησμοί και οι λεηλασίες εκκλησιών και μονών αλλά και ολόκληρων χωριών.

Οι καταστροφικές ενέργειες της οθωμανικής διοίκησης δεν κατάφεραν να κάμψουν το αγωνιστικό πνεύμα των Ελληνοκυπρίων. Τον Δεκέμβριο του 1821, στη Ρώμη, θα υπογραφεί μια διακήρυξη αλληλεγγύης και συμμετοχής της Κύπρου στον πανελλήνιο αγώνα, με σκοπό την απελευθέρωση «καί τῆς τρισαθλίας νήσου Κύπρου», η οποία ορίζει ως  «ἐπίτροπον τῆς νήσου μας ἅπαξ τόν εὐγενῆ Κύριον Νικόλαον Θησέα». Σύντομα, ο Νικόλαος Θησεύς θα αναχωρήσει για την Πελοπόννησο και θα συνδεθεί στενά με τον Δημήτριο Υψηλάντη και άλλους οπλαρχηγούς ενώ θα αναλάβει επικεφαλής ενός σώματος φιλελλήνων εθελοντών και θα διακριθεί σε διάφορες μάχες (Μύλοι Αργολίδος, Δράμα, Ναύπλιο κ.α.) αφιερώνοντας την προσωπική του περιουσία για την ευόδωση του Αγώνα. Υπολογίζεται ότι περίπου 1.000 Ελληνοκύπριοι έφθασαν στην Ελλάδα και αγωνίστηκαν θαρραλέα για την απελευθέρωση της. Εντάχθηκαν στα στρατιωτικά σώματα του Θ.Κολοκοτρώνη, του Ι.Μακρυγιάννη, του Νικηταρά (Σταματελόπουλος), του Κίτσου Τζαβέλα κ.α., στην Ιωνία Φάλαγγα, διακρίθηκαν στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, του Ναυπλίου, της Πάτρας, στελέχωσαν την άμυνα του Μεσολογγίου, επάνδρωσαν τα ελληνικά πλοία, όπως ο Σολομών Μάρκου που πολέμησε πλάι στον Ναύαρχο I.Τομπάζη και ο μπουρλοτιέρης Γεώργιος Κυπριώτης, ο οποίος χάθηκε στην Ναυμαχία του Καφηρέως, συνέδραμαν με κάθε μέσο τον Αγώνα, όπως ο κολυμβητής ταχυδρόμος Μιχαήλ Κυπραίος που έπεσε στην Μάχη των Μύλων, απέδειξαν την αλληλεγγύη τους προσφέροντας τις περιουσίες αλλά και τις γνώσεις και τις υπηρεσίες τους για την οικοδόμηση του ελληνικού κράτους, όπως ο αγωνιστής Χαράλαμπος Μάλης και θυσιάστηκαν για τα ιδανικά της Ελευθερίας, προσδοκώντας να φτάσει η φλόγα του Αγώνα μέχρι την ιδιαίτερη πατρίδα τους, την πολύπαθη Κύπρο.

Η ενίσχυση του επαναστατικού φρονήματος δεν ήταν η μοναδική συνέπεια του κλίματος τρομοκρατίας που συντηρούσαν οι οθωμανικές δυνάμεις στην Κύπρο. Τη στιγμή που στην Ελλάδα, ορισμένοι Κύπριοι αγωνιστές υψώνουν τη σημαία τους, με τον λευκό σταυρό στο γαλανό φόντο και την επιγραφή «ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΙΚΗ-ΠΑΤΡΗΣ ΚΥΠΡΟΥ», μεγάλο κύμα προσφύγων, κυρίως γυναικόπαιδων, μεταφέρεται δια θαλάσσης στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα λιμάνια της Ευρώπης. Ο αριθμός των Κύπριων προσφύγων, μεταξύ 1821-1825, εκτιμάται σε 20.000-25.000 άτομα. Κάποιους από αυτούς τους υποδέχτηκαν οι ελληνικές κοινότητες της Βενετίας, της Τεργέστης και του Λιβόρνο, ενώ άλλοι κατέφυγαν στη Γένοβα, την Ανκόνα, τη Μασσαλία και αλλού. Οι Έλληνες απέδειξαν με τη σειρά τους την αλληλεγγύη τους στον λαό της Κύπρου και μερίμνησαν για την φροντίδα των ξεριζωμένων. Παράλληλα, στον θαλάσσιο χώρο πέριξ της Κύπρου, Έλληνες ναυτικοί πραγματοποιούν, ως το 1827, συνεχείς καταδρομές, επιδιώκοντας τον ναυτικό αποκλεισμό των Οθωμανών και την παρεμπόδιση της μεταφοράς στρατιωτών, τροφίμων και πολεμοφοδίων στις πολεμικές εστίες της κυρίως Ελλάδας. Οι μαρτυρίες μιλούν για παρουσία υδραίικων, ψαριανών και λοιπών ελληνικών πλοίων στον ευρύτερο θαλάσσιο χώρο της Κύπρου, τα οποία ενίοτε επιχειρούν σύντομες αποβάσεις στο νησί για ανεφοδιασμό και άλλοτε «κουρσεύουν» ξένα πλοία ή επιχειρούν πολεμική αναμέτρηση : «Τα ένοπλά ελληνικά πλοία σταθερώς διαδέχονται άλληλα εις τας θάλασσάς μας, όπου εξεμηδένισαν την τουρκικήν ναυσιπλοϊαν, συλλαμβάνοντα πλοία και εις αυτόν τον λιμένα υπό τα πυροβόλα του φρουρίου». **

Η επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης οφείλεται, σε ένα βαθμό, σε αυτές τις συγκινητικές εκδηλώσεις αλληλεγγύης. Από τον Κύπριο Ιωάννη Καρατζά, ο οποίος εκτελέστηκε το 1798 μαζί με τον Ρήγα Βελεστινλή και τους συντρόφους του στον πύργο της Νεμπόιτσα στο Βελιγράδι έως την θυσία της οικογένειας του Ιωάννη Ιάκωβου Μάγιερ στο Μεσολόγγι, σύσσωμοι Έλληνες και ένθερμοι φιλέλληνες υποστήριξαν το δίκαιο του Αγώνα. Από την πρώτη επίσημη αναγνώριση του ελληνικού κράτους από την Δημοκρατία της Αϊτής που συνοδεύτηκε από την αποστολή 100 εθελοντών οι οποίοι δεν πρόφτασαν να δουν με τα μάτια τους τις ακτές της Ελλάδας έως την μεγαλειώδη αναμέτρηση μεταξύ των συμμαχικών ναυτικών δυνάμεων και του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στο Ναβαρίνο, η Ελλάδα έπεισε ότι αξίζει την ανεξαρτησία της. Από το «είμαστε εις το “εμείς” και όχι εις το “εγώ”» του στρατηγού Μακρυγιάννη έως το «είμαστε όλοι Έλληνες» του Άγγλου Πέρσι Σέλλεϋ, ο ελληνισμός κατάφερε να θριαμβεύσει και να διεκδικήσει την ελευθερία του.


* συνότζιαιρη: συνομήλικη 
  ι-ξηλείψη: εξαλείψει
**Μαρτυρία Γάλλου Προξένου στη Λάρνακα, Mechain  (18 Φεβρουαρίου 1823) στο Σφυρόερας Βλ. Βασίλειος, Ωδίνες και Οδύνη μιας Επανάστασης το 1821 στην Κύπρο, Πολιτιστικό ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, Λευκωσία, 1993, (σ.18)
 
 
 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Koumoulides T.A. John, Cyprus and the War of Greek Independence 1821-1829, National Centre of Social Research, Athens, 1971
  • Kύρρης Κώστας, «Nέαι Eιδήσεις και Aνέκδοτα Έγγραφα περί Kυπριανού Θησέως, Nικολάου Θησέως και του πατρός αυτών Oικονόμου Παπά Σάββα», Eπετηρίς Kέντρου Eπιστημονικών Eρευνών 11 (1982) (σ. 427-453)
  • Tρικούπης Σπυρίδων, Iστορία της Eλληνικής Eπαναστάσεως, έκδ. Τρίτη-Επιθεωρηθείσα και διορθωθείσα υπ' αυτού του συγγραφέως, τ. A΄ (-Γ’), Εκ του Τυπογραφείου της "Ώρας"-Εκδότης Παναγιώτης Ασλάνης, Αθήνα, 1888
  • Δεσποτόπουλος, Αλέξανδρος, «Διωγμοί στις Κυδωνιές, Κουσάντασι, Κύπρο, Κω και άλλες περιοχές» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975
  • Καραδημητρίoυ Ε., Δάλλα Σ., Τσίγκριλα Μ. (επιμ.), H Eλληνική Eπανάσταση του 1821: Έκθεση κειμηλίων (Λεύκωμα), Πολιτιστικό Ίδρυμα Tραπέζης Kύπρου, Aθήνα,1991
  • Ζάννου Κωνσταντίνα, «Κύπριοι πρόσφυγες στην Βενετία και την Τεργέστη μετά το 1821», Χρονικό (εφ. «Πολίτης» της Κυριακής),τχ. 146 (9 Ιανουαρίου 2011)
  • Θεοχαρίδης Ιωάννης, «Οι Κύπριοι προγραφέντες το 1821 σύμφωνα με άγνωστη οθωμανική πηγή», Πρακτικά του Τρίτου Διεθνούς Kυπρολογικού Συνεδρίου (Λευκωσία, 16-20 Απριλίου 1996), επιμ. Ι.Θεοχαρίδης, τ. Γ΄, Λευκωσία, 2001, (σ. 329-365)
  • Κηπιάδης Ι. Γεώργιος, Απομνημονεύματα των κατά το 1821 εν τη Νήσω Κύπρω Τραγικών Σκηνών, Εκ του Τυπογραφείου “Η Ομόνοια” Βιτάλη και Μανουσάκη,  Αλεξάνδρεια, 1888
  • Κοκκινόφτας Κωστής, Κύπρος και 1821, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία, 2021
  • Παπαλεοντίου Λευτέρης, Βασίλης Μιχαηλίδης: Επιλεγμένα Ποιήματα, «Μικροφιλολογικά», Λευκωσία, 2013
  • Παπαπολυβίου Πέτρος, «Κύπριοι Εθελοντές στην Επανάσταση του 1821», Χρονικό, (εφ. Πολίτης), τχ. 57 (22-3-2009)
  • Παπαπολυβίου Πέτρος, 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821: Το τίμημα και η συμβολή της Κύπρου, τχ1-2 (ένθετο στην εφ. Ο Φιλελεύθερος, 14 Μαρτίου 2021-21 Μαρτίου 2021) Λευκωσία, 2021
  • Πρωτοψάλτης Εμμανουήλ, H Kύπρος εις τον αγώνα του 1821, Εκδόσεις Ενώσεως Κυπρίων Ελλάδας, Αθήνα, 1971
  • Σφυρόερας Βλ. Βασίλης, Ωδίνες και Οδύνη μιας Επανάστασης το 1821 στην Κύπρο, Πολιτιστικό ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, Λευκωσία, 1993
  • Σφυρόερας, Βασίλειος, «Συμμετοχή Κυπρίων εις την Ιώνιον Φάλαγγα του 1821», Πρακτικά του Πρώτου Διεθνούς Κυπρολογικού Συνεδρίου (Λευκωσία, 14-19 Απριλίου 1969), Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Λευκωσία, 1973 (σ.377–383)
  • Φιλήμων Ιωάννης, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ.Α΄,  Τύποις Π. Σούτσα & Α. Κτενά, Αθήνα, 1859-1861
  • Χατζηκωστής Γεώργιος (επιμ.), Αρχείον Ροδίωνος Π. Γεωργιάδη, τ. Α΄-Γ΄, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, Λευκωσία, 2008