H ιστοσελίδα αποθηκεύει μόνο τα απαραίτητα cookies για να λειτουργήσει σωστά. Με τη συγκατάθεσή σας θα χρησιμοποιήσουμε επιπλέον cookies: α. Για βελτίωση της περιήγησης (πχ. γλώσσα), επιλέξτε «ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΜΟΝΟ». β. Για ανάλυση της επίδοσης, λειτουργικότητάς της ιστοσελίδας και την προβολή εξατομικευμένου περιεχομένου, επιλέξτε «ΟΛΑ ΤΑ COOKIES». Για περισσότερες πληροφορίες και για να ανακαλέσετε τη συγκατάθεσή σας, πατήστε εδώ.

Ελευθερία μέσα από τους θαλασσινούς αγώνες

200 χρόνια ελευθερίας

Γενναιότητα

Κατευοδοῖτε! - Ὁρμήσατε
τὰ συναγμένα πλοῖα
ὦ ἀνδρεῖοι· σκορπίσατε
τὸν στόλον, κατακαύσατε
στόλον βαρβάρων
 
Τὰ δειλὰ τῶν ἐχθρῶν σας
πλήθη καταφρονήσατε·
τὴν κόμην πάντα ὁ θρίαμβος
στέφει τῶν ὑπὲρ πάτρης
κινδυνευόντων.

Α.Κάλβος, Ωδή Χ-Ο Ωκεανός, Νέες Ωδές [Λυρικά], Παρίσι, 1826
 
«[…] Χειρίζουν τα πλοία των μετά σπανίας ακριβείας και «πετούν» ταχύτατα από του ενός εις το άλλο άκρον του ορίζοντος, φωτίζουν τα πάντα και είναι πράγματι κύριοι του Αιγαίου. Τοιαύτη είναι, Εξωχότατε, η υλική των Ελλήνων δύναμις, τοιαύτη είναι προ παντός η ηθική υπεροχή επί του πνεύματος του αντιπάλου των[…]». Με αυτά τα λόγια εξαίρει ο Γάλλος Γενικός Πρόξενος στη Σμύρνη, P.David, την ναυτοσύνη των Ελλήνων καθώς περιγράφει την κατάσταση που επικρατεί το 1822 στην επαναστατημένη Ελλάδα. Πράγματι, η επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης οφείλεται, σε έναν βαθμό, στην γενναιότητα, στην φιλοπατρία, στο μεγαλείο ψυχής και την επιδεξιότητα που υπέδειξαν χιλιάδες Έλληνες θαλασσομάχοι κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα. Η ελληνική ναυτιλία προσέφερε τον ιστιοφόρο εμπορικό της στόλο για τις ανάγκες της Επανάστασης, τον μεγαλύτερο στόλο της Μεσογείου, πλήρως εξοπλισμένο με κανόνια, τουφέκια, γιαταγάνια και έμπειρα πληρώματα. Η υπεροχή όμως του οθωμανικού στόλου, τουλάχιστον σε επίπεδο εκτοπίσματος, πλήθους σκαφών και πολεμικού εξοπλισμού, επέβαλλε στους Έλληνες αγωνιστές να επιστρατεύσουν κάθε μέσο για να μπορέσουν να αναμετρηθούν με τους αντιπάλους τους.

Κατά την έναρξη της Επανάστασης, ο ελληνικός στόλος αποτελούνταν από μικρά πλοία με ελαφρά πυροβόλα, ως επί το πλείστον πάρωνες (βρίκια) με 4-18 πυροβόλα των 9-12 λίτρων. Εξαίρεση αποτελούν, μεταξύ άλλων, το υδραίικο τρικάταρτο «Θεμιστοκλής» του Γ.Τομπάζη που διέθετε 20 πυροβόλα των 12 λίτρων, η πολάκα «Ηρακλής» του Αν.Τσαμαδού με 18 πυροβόλα των 12 λίτρων καθώς επίσης και η πολάκα «Καλή Ελπίς» του Α.Βότση και η γολέτα «Τερψιχόρη» του Εμμ. Ν. Τομπάζη που έφερε 6 πυροβόλα των 12 λίτρων και ένα ακόμη 42 λίτρων στην πλώρη. Αντίστοιχα, ο οθωμανικός στόλος απαρτίζεται από μεγάλα  «πλοία γραμμής», φρεγάτες, κορβέτες, ντελίνια, με δύο και τρεις σειρές κανονιών, οπλισμένων κατ’ελάχιστο με 32 πυροβόλα των 24 λίτρων έκαστο. Οι Οθωμανοί επεδίωκαν τις «κατά παράταξιν» αναμετρήσεις, ενώ οι  Έλληνες, με τα μικρά και ευκίνητα πλοία που διέθεταν, επιτίθονταν με το σημαντικότερο «όπλο» τους, τα πυρπολικά. «Ηφαίστεια», «Εμπρηστήρια», «Πυροσίφωνες», «Καμίνια», «Πυρπολικά» ή αλλιώς «Μπουρλότα», σύμμαχοι των Ελλήνων στους θαλασσινούς αγώνες. Όπως τονίζει ο αρχιναύαρχος Γεώργιος Σαχτούρης, σε αναφορά του προς τους Προκρίτους των νησιών, μετά την ναυμαχία της Σάμου τον Αύγουστο του 1824:

«[…] Κύριοι! Τα μπουρλότα μας είναι το μεγαλήτερον άρμα μας κατά του εχθρού, και με αυτά,  Θεού θέλοντος, θέλει κάμομεν εφέτος μεγαλητέρους θριάμβους, ήδη οπού οι ναύται μας έλαβον ικανήν επιτηδειότητα και μέγα θάρρος, ώστε νατρέχωσι με τόσην γενναιότητα με αυτά κατά του εχθρού· κάθε ναύτης μας ήδη έγινεν ένας λέων· οι δε Τούρκοι εκ του εναντίου εκυριεύθησαν από μέγαν φόβον. Όθεν και όσα περισσότερα μας στείλετε, τόσον περισσοτέρας νίκας ελπίζομεν να κάμωμεν […]»

Τα πυρπολικά, χρησιμοποιήθηκαν πρώτη φορά την Άνοιξη του 1821, όταν οι Έλληνες ναυτικοί κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν μοίρα του οθωμανικού στόλου με επικεφαλής τον υποναύαρχο (Ριαλά μπέη) Τομπέκ-Σαϊ, αποτελούμενη από δύο πλοία γραμμής ή «καράβια της λίνεας (linea)», των 86 και 76 πυροβόλων, ακόμη, τέσσερις φρεγάτες των 46 πυροβόλων και αρκετά μικρότερα σκάφη σε σύνολο 52 πλοίων. Η άνιση μάχη και η αναμενόμενη ήττα των επαναστατών, καλεί σε άμεση αναδιοργάνωση της στρατηγικής του ελληνικού στόλου. Η ανάμνηση από την εντυπωσιακή πυρπόληση του οθωμανικού στόλου στο Τσεσμέ τον Ιούνιο του 1770, με τη συνδρομή του Ψαριανού Ιωάννη Βαρβάκη και πολλών ακόμη Ελλήνων (κυρίως από τα Επτάνησα και από τα νησιά του κεντρικού και βορείου Αιγαίου), αλλά και η συνεχής χρήση των πυρπολικών -συνήθως άνευ πληρώματος- από Γάλλους, Άγγλους, Ισπανούς και Ολλανδούς ήδη από τον 17ο αιώνα, οδήγησαν τους Έλληνες να υιοθετήσουν και τελικά να τελειοποιήσουν την τακτική των πυρπολικών. Έτσι, τον Μάιο του 1821, έπειτα από σφοδρό και πολύωρο κανονιοβολισμό, σημειώθηκε η πρώτη χρήση πυρπολικών από τους αγωνιστές, στην Ερεσό της Λέσβου, εναντίον αγκυροβολημένης οθωμανικής φρεγάτας. Τα δύο πρώτα πλοία που μετασκευάστηκαν σε πυρπολικά ήταν το υδραίικο  βρίκι του Γιάννη Θεοδοσίου, ο οποίος το παραχώρησε έναντι χρεωστικού ομολόγου 40.000 γροσίων και ένα σκάφος από τη Λήμνο που συμμετείχε στην ψαριανή μοίρα με πλοιοκτήτη τον Νικόλαο Τριανταφύλλου, έναντι χρεωστικού ομολόγου 20.000 γροσίων. Υπεύθυνοι για την μετασκευή τους ήταν ο γραμματέας του ναυάρχου Ψαρών Ν.Αποστόλη, Ιωάννης Δημουλίτσας (Πατατούκος) με τη συνδρομή του Ρώσου Ιβάν Αφανάσιεφ. Το ένα εκ των δύο πυρπολικών, με  πυρπολητή τον γενναίο Δημήτριο Παπανικολή, πετυχαίνει τον στόχο του, προσκολλάται στη φρεγάτα ενώ το πλήρωμά της, πανικόβλητο, εγκαταλείπει το πλοίο καθώς η φωτιά φτάνει στην πυριτιδαποθήκη και ανατινάζει το οθωμανικό δίκροτο ντελίνι «Μπεκτάς Καπτάν».

Η επιτυχής έκβαση της επιχείρησης στην Ερεσό ανέδειξε τον σημαντικό ρόλο που θα έπαιζαν τα πυρπολικά στις επικείμενες θαλάσσιες αναμετρήσεις. Ακολούθησαν αρκετές επιχειρήσεις «μπουρλότων» έως ότου να ενσωματωθούν τα πυρπολικά ως οργανικό μέρος του στόλου, με τη δημιουργία ειδικού επίλεκτου σώματος πυρπολητών, ανάπτυξη διαφορετικής πολεμικής τακτικής κατά την ημέρα και κατά την νύκτα αλλά και κατά περίσταση, είτε πρόκειται για επίθεση σε αγκυροβολημένο πλοίο, είτε για «εν κινήσει» δράση των πυρπολητών. Ακόμη, για να εξασφαλισθεί η επιτυχής έκβαση της επιχείρησης και η συντονισμένη δράση των ναυτικών της μοίρας, ορίσθηκαν «μυστικά σενιάλα» και «συνδυασμοί φανών» για την ασφαλή επικοινωνία μεταξύ πυροβολικού και πυρπολικών. Στο Ημερολόγιο του υδραίικου βριγαντίνου «Αριστείδης» του καπετάνιου Δ.Κων.Θεοδωράκη, το οποίο τυπώθηκε στην Ύδρα την περίοδο 1824-1826, περιλαμβάνονται έγχρωμα τα σημεία και η ερμηνεία τους, ενώ αφιερώνονται ξεχωριστές σελίδες για τον «πόλεμο», τα «μπουρλότα» και τα «σήματα νυκτός». Ενδεικτικά αναφέρουμε τα εξής: «Πήγαινε και κόλλησε στον εχθρόν με όλην την γενναιότητά και εδιωρίσθης», «Όρμησε με όλην την γενναιότητα εις τον εχθρόν και εγώ θέλω φροντίσει να σε πάρω». Το τελευταίο αυτό σήμα, λειτουργεί ταυτόχρονα ως οδηγία και ως καθησυχασμός για τα πληρώματα των πυρπολικών που με αυταπάρνηση και γενναιότητα σπεύδουν να φέρουν εις πέρας την ριψοκίνδυνη αποστολή τους. Ανάλογες οδηγίες συναντούμε και στο Ημερολόγιο του πλοίου «Φιλοκτήτης», «Τρέξατε να κτυπήσετε τις εχθρικές βάρκες, όπου πηγαίνουν να πάρουν τα μπουρλότα», έκδηλες του κλίματος συνεργασίας μεταξύ των μελών του στόλου.

Μετά την Ναυμαχία του Άθω, τον Σεπτέμβριο του 1823, τα «μπουρλότα» αποτελούσαν μέρος της αρμάδας του ελληνικού στόλου. Τα πλοία που μετασκευάζονταν σε πυρπολικά προέρχονταν ενίοτε από Έλληνες πλοιοκτήτες, ήταν παλιά σκάφη, μικρής χωρητικότητας, όπως βρίκια, γολέτες, σακολέβες και μαρτίγοι, τα οποία μίσθωνε η Προσωρινή Διοίκησις έναντι μετρητών ή χρεωστικών ομολόγων, ενώ ανάλογη ήταν η μοίρα των οθωμανικών πλοίων που αποκτούσαν ως πολεμική λεία οι επαναστατημένοι Έλληνες. Την μετασκευή τους αναλάμβαναν έμπειροι, δεξιοτέχνες ναυτικοί. Ένα πυρπολικό έπρεπε να διαθέτει κάτω από την κουβέρτα, κοραδούρο, δηλαδή υπόστρωμα. Κατά μήκος του κοραδούρου δημιουργούσαν ξύλινους αγωγούς, με την ονομασία «μίνες της μπαρούτης», όπου τοποθετούσαν «βουτσιά» (βαρέλια) γεμάτα πυρίτιδα, και «μίνες της φωτιάς», όπου έβαζαν βόλους εμπρηστικής ύλης (θείο, πυρίτιδα, νίτρο), επικαλύπτοντας τους με ξερά κλαδιά, φρύγανα και λοιπά εύφλεκτα υλικά δημιουργώντας τα σημεία «πυροδότησης» στην πρύμνη του σκάφους. Εκεί, βρισκόταν και το άνοιγμα του «άβακα» (πηδάλιο), το οποίο αποτελούσε το σημείο διαφυγής των πληρωμάτων και τη θέση πυροδότησης του «μπουρλότου». Στο κατάστρωμα του πλοίου δημιουργούσαν ανοίγματα, περίπου μισού μέτρου, τα οποία επικοινωνούσαν με τις «μίνες» και λέγονταν «ρούμποι», μέσα στα οποία τοποθετούσαν πωματισμένα βαρέλια με πυρίτιδα, εύφλεκτα υλικά αλειμμένα με τερεβινθίνη(νέφτι), κατράμι(πίσσα), λινέλαιο, λίπος, ρητίνη, πετρέλαιο κ.α. . Ακόμη και τα κατάρτια και τα πανιά του πλοίου ήταν εμποτισμένα με νέφτι ή άλλη εύφλεκτη ύλη. Μόλις επιτυγχάνονταν η πρόσδεση του πυρπολικού στο εχθρικό πλοίο και επιβιβάζονταν το πλήρωμα (περίπου 20-25 άνδρες) στη σκαμπαβία, ο πυρπολητής με την δάδα του, την «μίκιαν», έβαζε φωτιά στο «μπουρλότο». Το κόστος μετασκευής ενός πλοίου σε πυρπολικό κυμαινόταν μεταξύ 30.000-100.000 γροσίων. Στα έξοδα για τη δημιουργία του στόλου των πυρπολικών συνυπολογίζονταν και οι δαπάνες για την αγορά σκαμπαβίας, της λέμβου διάσωσης των πυρπολητών, η οποία έπρεπε να είναι αξιόπλοη και ταχύπλοη και ενίοτε εξοπλισμένη με ένα κανόνι για την προστασία των πληρωμάτων. Από το 1825, θεσπίστηκε ειδικός φόρος στα νησιά του Αιγαίου με σκοπό την συγκέντρωση χρημάτων για την αγορά και μετατροπή πλοίων σε πυρπολικά. Ο Ανδρέας Μιαούλης σε έγγραφό του προς την Κοινότητα της Ύδρας (1824) διαπιστώνει ότι «τα πυρπολικά πρέπει να είναι εύπλοα, ταχέα, και καλώς ετοιμασμένα και εφωδιασμένα από σκοινιά, πανιά, άγκυρας και όσας άλλας αρμοδίας εμπρηστικάς ύλας. Τα ωκνά, δύσπλοα, ανέτοιμα και κακώς εφοδιασμένα δεν κάμνουν παρά να καίωνται εις τον αέρα και τότε οι εχθροί ενθαρρύνονται και το εθνικόν ταμείον ζημιούται και να νομίζετε ότι με τοιαύτα πυρπολικά θέλομεν ποτέ δυνηθή να βλάψωμεν τον εχθρόν.».  

Όσον αφορά την τακτική των πυρπολικών, ο Ανδρέας Μιαούλης παρατήρησε πως «δια να καώσι φρεγάται και κορβέτται εις τα πανιά [εν πλω], είναι χρεία [χρειάζεται] να υπάγουν εναντίον τους δύο πυρπολικά, ένα από σοφράνο [προσηνέμως] και ένα από σταβέντο [υπηνέμως]. Για να μπορέσουν τα πυρπολικά να προσεγγίσουν το εχθρικό πλοίο-στόχο, ο αρματωμένος πολεμικός στόλος όφειλε να τα προστατεύσει, εξαπολύοντας επίθεση και δημιουργώντας «καπνόφραγμα» από τους κανονιοβολισμούς, εμποδίζοντας την ορατότητα του εχθρού. Ο ναύαρχος της μοίρας όριζε πριν την ναυμαχία δύο πλοία του στόλου ως προστάτες, «συντρόφους» των πυρπολικών. Τα εν λόγω πλοία έπρεπε να επιλεχθούν με προσοχή, επειδή ο ρόλος τους ήταν εξίσου σημαντικός με εκείνον των πυρπολητών, καθώς ήταν συνυπεύθυνα για την έκβαση της αποστολής αλλά φρόντιζαν και για την ασφάλεια του πληρώματος των «μπουρλότων». Έτσι, οι καπετάνιοι τους όφειλαν να είναι εξίσου ανδρειωμένοι, αποτελεσματικοί στην άμυνα κατά του εχθρού, ταχύτατοι και επιδέξιοι στους ναυτικούς χειρισμούς. Η αποστολή των πυρπολητών ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη, είτε πραγματοποιούσαν νυχτερινές αιφνιδιαστικές επιδρομές σε αγκυροβολημένα πλοία, είτε μεταχειριζόντουσαν επιδέξιους ελιγμούς και ουριοδρομία με σκοπό να αποφύγουν τα εχθρικά βλήματα και να καταφέρουν να προσδεθούν στο εχθρικό πλοίο-στόχο.

Μόλις ο ναύαρχος υψώσει το σήμα «Εχθρός εν όψει» και «Να ετοιμασθή όλος ο στόλος εις πόλεμον» οι πυρπολητές ετοιμάζονται, αλείφουν τους ιστούς και τα ξάρτια με εύφλεκτα υλικά και μεταφέρουν τα προσωπικά τους είδη στο πλοίο συνοδείας. Ακολουθεί το σήμα «Τα διωρισμένα πλοία να συντροφεύσουν τα πυρπολικά», οπότε τα πυρπολικά λαμβάνουν προσήνεμη θέση παράλληλη με εκείνη των πλοίων συνοδείας, απέναντι από τη γραμμή παράταξης του εχθρού.
«Με το σήμα του Σταυρού επιτεθείτε!».
Σύμφωνα με το «Σχέδιον Πολέμου» στο Σηματολόγιο του σπουδαίου ναυμάχου Αν.Τσαμαδού «όταν οι Κομμαντάντηδες βάλουν την Ελληνική παντιέραν εις το πλώριο κατάρτι τότε τα μπουρλότα πρέπει να έμβουν εις αυτήν την τάξιν όπου είναι γραμμένη εις τι σχέδιον, και όταν την βάλουν την παντιέραν εις το μεγάλο κατάρτι τότε τα μπουρλότα θα πηγαίνουν κατ’έπάνω εις τα ντελίνια δια να κολλήσουν». Μερικές φορές οι πυρπολητές χρειαζόταν να επιτεθούν με τα τρομπόνια τους στις βάρκες που τους πλησίαζαν και να αποφύγουν τους γάντζους που εκσφενδόνιζαν οι εχθροί με σκοπό να τους παρασύρουν εκτός πορείας και να αιχμαλωτίσουν το πυρπολικό. Σε περίπτωση που κατάφερναν να προσεγγίσουν το εχθρικό πλοίο-στόχο, φρόντιζαν να προσκολληθούν γερά επάνω του, συνήθως σε κάποιο πλευρικό άνοιγμα (μπουκαπόρτα)̇. Αφού επιβιβάζονταν το πλήρωμα στη σκαμπαβία, που ήταν δεμένη στο πλάι του «μπουρλότου», ο πυρπολητής έβαζε φωτιά στο πυρπολικό και επιβιβαζόταν και εκείνος για να κατευθυνθούν προς το πλοίο συνοδείας.
 
Οι πυρπολητές επιλέγονταν από τους προκρίτους των νησιών Ψαρά, Ύδρα και Σπέτσες, οι οποίοι στην επιλογή τους ήταν ιδιαιτέρως αυστηροί, καθώς επιθυμούσαν τα πυρπολικά να επανδρωθούν από τους ικανότερους Έλληνες ναυτικούς. Πράγματι, το σώμα των πυρπολητών χαρακτηρίζεται από γενναιότητα, ψυχραιμία, αυστηρή πειθαρχία, επιδεξιότητα και αυταπάρνηση. Η αβέβαιη εξέλιξη της επιχείρησης δεν έκαμπτε το φρόνημα των «μπουρλοτιέρηδων». Σε μια από τις σημαντικότερες ναυτικές επιχειρήσεις της Ελληνικής Επανάστασης, στην νικηφόρα Ναυμαχία του Γέροντα, τον Αύγουστο του 1824, παρατάχθηκαν απέναντι από τον οθωμανικό και αιγυπτιακό στόλο των Χοσρέφ πασά και Ιμπραήμ πασά των 250 πλοίων, 70 Ελληνικά πλοία υπό την καθοδήγηση του τολμηρού ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη. Είχε προηγηθεί η καταστροφή των νήσων Κάσος και Ψαρά. Το πρωί της 29ης Αυγούστου, στον Κόλπο του Γέροντα, εισρέουν εννέα μόλις ελληνικά πλοία και δύο πυρπολικά. Οι καιρικές συνθήκες δεν ευνοούν τον ελληνικό στόλο, ο Μιαούλης περιγράφει την απογοήτευση των Ελλήνων ναυτικών:

«Ω! πόσα δάκρυα έχυσαν οι Έλληνες μας, διότι δεν είχαν άνεμο δια να ορμήσουν κατεπάνω των απίστων εχθρών τους! Τόσο εστενοχωρήθη η ψυχή των, επειδή ήτον μακρά και εις γαλήνη, όπου αν ήτον δυνατό, ήθελον κάμει άνεμο φυσώντας με τα στόματά τω, δια να πλησιάσουν εις τους εχθρούς. […] Οι μπουρλοτιέρηδές μας, καθένας κοντά εις το συντροφικό του πλοίο κατά τάξη, ετοιμάσθησαν και δεν επρόσμεναν άλλο, παρά ένα ολίγο άνεμο, δια να ορμήσουν επάνω εις τους εχθρούς.»

Στους κανονιοβολισμούς των εχθρών, οι Έλληνες «ορτζάρησαν και ανταποκρίνοντο με μεγάλη γενναιότητα». Μόλις άλλαξε ο άνεμος, τα ελληνικά πλοία έσπευσαν να διεισδύσουν εντός των γραμμών του εχθρού, δημιουργώντας σύγχυση στους τουρκοαιγυπτίους. Η δράση των πυρπολητών  Λ.Μουσούς ή Μουσιούς, ο οποίος ανατίναξε ένα αιγυπτιακό βρίκι, του Γ.Παπαντώνη και του Γ.Βατικιώτη, οι οποίοι κατέστρεψαν μια οθωμανική φρεγάτα με 44 κανόνια και πλήρωμα 1.100 ναύτες και η αιχμαλώτιση των χιλίαρχων που επέβαιναν σε αυτή από τον Α.Τσαμαδό, οδηγούν τον ναύαρχο των Σπετσών να γράψει στην έκθεσή του προς τους προκρίτους του νησιού, εξιστορώντας την ναυμαχία : «Είναι σχεδόν απίστευτος η τόλμη και η καρτεροψυχία γενικώς των πυρπολιστών και των πλοιάρχων μας, διότι αυτοί δεν ωμοιάζον άνθρωποι, αλλ’άλλοι τινές εκτός της υδρογείου σφαίρας, οι οποίοι ώρμουν ως λέοντες εις τους εχθρούς […] τούτων τη γενναιότητα θέλουν διακηρύξει και αλλοεθνείς εις όλα τα έθνη της Ευρώπης […].

Η ναυτοσύνη και η γενναιότητα του ελληνικού στόλου χάρισε πολλές νίκες στους επαναστατημένους Έλληνες. Δεν είχαν όμως όλες οι ναυμαχίες ανάλογα αποτελέσματα, ούτε ήταν λίγες οι φορές που οι ναυτικοί θρηνούσαν εν μέσω θαλάσσιων αναμετρήσεων τους συντρόφους τους. Ο Γεώργιος Σαχίνης στο Ημερολόγιο του αποχαιρετά τον σπουδαίο υδραίο πυρπολητή, Ιωάννη Ματρόζο, ο οποίος χάθηκε στην Ναυμαχία του Ταινάρου (1825) καθώς χτυπήθηκε από τον εχθρό ενώ έβαζε φωτιά στο πυρπολικό του : «Άπαντες δε εις τον στόλον ελυπήθημεν δια την απώλειαν του Μανδρόζου, όστις ήτο εις εκ των τολμηρότερων πυρπολιστών της Ύδρας.». Σύμφωνα με το Αρχείο της Επιτροπής του Αγώνα, από τους 40.000 ναυτικούς που αγωνίστηκαν στην Ελληνική Επανάσταση, οι καπεταναίοι-πυρπολητές ανέρχονται σε 487. Ορισμένοι βρήκαν μια θέση στο πάνθεον των Ηρώων του ΄21, όπως ο θρυλικός, ανδρείος και ταπεινός Κωνσταντίνος Κανάρης με την εμβληματική ανατίναξη της οθωμανικής ναυαρχίδας στο στενό της Χίου το 1822, ο τολμηρός υδραίος πυρπολητής Ανδρέας Πιπίνος, ο περίφημος ψαριανός Δημήτρης Παπανικολής. Άλλοι λησμονήθηκαν με το πέρασμα του χρόνου, όπως οι υδραίοι Ιωάννης Ματρόζος και Γεώργιος Θεοχάρης, ο ανδριώτης Ιωάννης Κουμαριανός και ακόμη τόσοι άλλοι παρέμειναν άγνωστοι μαχητές της Ελευθερίας. Ο Ανδρέας Κάλβος, στο ποίημα του Ο Ωκεανός, μνημονεύει τη γενναιότητα των πυρπολητών, τους οποίους προσφωνεί  «Πεφιλημένα θρέμματα Ὠκεανοῦ,/γενναία καὶ τῆς Ἑλλάδος γνήσια/τέκνα, καὶ πρωτοστᾶται/Ἐλευθερίας».


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 
  • «Εβγήκαμεν εις τα πανιά»: Ημερολόγιον των κατά θάλασσαν εκστρατειών του εκ της νήσου Ύδρας πλοιάρχου Γεωργίου Σαχίνη επί του βρικίου «Ο Μιλτιάδης» υπό την οδηγίαν του ναυάρχου Ανδρέου Μιαούλη, (Επιστημονική Επιμέλεια-Εποπτεία: Παππά Αμαλία), ειδική έκδοση των Γενικών Αρχείων του Κράτους στο πλαίσιο της έκθεσης «Τρέξε επάνω εις τα κύματα της φοβεράς θαλάσσης», υπό την αποκλειστική χορηγία του Ιδρύματος Μποδοσάκη, Γ.Α.Κ, Αθήνα, 2020.
  • Αλεξανδρή Κ.Α (Αντιναυάρχου, Επίτιμου Αρχηγού του Στόλου), Το Ναυτικόν του Υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος 1821-1829 και η δράσις των πυρπολικών, Σύλλογος προς διάδοσιν οφέλιμων βιβλίων, Περίοδος Δευτέρα-Αρ.20, Αθήνα, 1968.
  • Βασιλάτος Νίκος, «Οι ναυμάχοι του 1821», Περιοδικό Ιστορικά, τεύχος 178, Ελευθεροτυπία, Πέμπτη, 27 Μαρτίου, 2003.
  • Γαβαλάς Γιάννης (επιλογή κειμένων)- Αδαμοπούλου-Παύλου Κωνσταντίνα(εισαγωγή), Ναυτικά εν έτει 1821, Εκδόσεις Τζεϊ & Τζεϊ Ελλάς, Πειραιάς, 2005.
  • Γαλάνη Κατερίνα-Χαρλαύτη Τζελίνα (επιμ.), Ο εμπορικός και πολεμικός στόλος κατά την Ελληνικήν Επανάσταση (1821-1831), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, υπό έκδοση, 2021.
  • Γ.Α.Κ. - Κεντρική Υπηρεσία, [Αναφορά του Γεώργιου Σαχτούρη στην οποία περιγράφει τις επιτυχίες τ ου ελληνικού ναυτικού στη ναυμαχία της Σάμου, 5 Αυγούστου 1824], στο Μικρές Συλλογές Κ, Συλλογή εγγράφων Ύδρας.
  • Καργάκος Ι.Σαράντος, Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, τομ.Α΄, Περί Τεχνών, 2019.
  • Κωνσταντινίδης Π. Τρύφων (Πλοιάρχου Β.Ν.), Καράβια Καπετάνιοι και Συντροφοναύται 1800-1830: Εισαγωγή είς την ιστορίαν των ναυτικών επιχειρήσεων του Αγώνος, έκδοσις Ιστορικής Υπηρεσίας Βασιλικού Ναυτικού, Αθήνα, 1954.
  • Μαζαράκης-Αινιάν Ι.Κ., Ο Ναυτικός Αγωνας 1821-1830, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο-Ι.Ε.Ε.Ε., Αθήνα, 2019.
  • Νικόδημος Κωνσταντίνος (Υποναύαρχος), Υπόμνημα της νήσου Ψαρών, Τυπογραφείον, Δ. Α. Μαυρομμάτη, εν Αθήναις, 1862.
  • Ομηρίδης-Σκυλίτζης Πέτρος, Συνοπτική Ιστορία των τριών ναυτικών νήσων Ύδρας Πετσών και Ψαρών καθ΄ όσον συνέπραξαν υπέρ της ελευθερίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος το 1821, και πρώτον έτος της ελληνικής αυτονομίας. Μετά παραρτήματος διαφόρων επιστολών και άλλων επισήμων εγγράφων προς απόδειξιν της αληθείας, εκ της Τυπογραφίας Ε. Αντωνιάδου, εν Ναυπλία, 1831.
  • Ορλάνδος Κ. Avαστάσιος, Ναυτικά, ήτοι Ιστορία των κατά του υπέρ ανεξαρτησίας της Ελλάδος αγώνα πεπραγμένου υπό των τριών ναυτικών νήσων, ιδίως δε των Σπετσών, εκ του τυπ. Χ. Ν. Φιλαδελφέως, εν Αθήναις 1869.
  • Σαχτούρη Γεωργίου (Αντιναυάρχου), Ιστορικά Ημερολόγια του Ναυτικού Αγώνος του 1821, εκ των πρωτοτύπων ημερολογίου αυτου, (εκδότης Σπύρ.Κουσουλινος, ανατύπωση με ευρετήριο, Τυπογραφείον και Βιβλιοπωλείον Κουσουλίνου και Αθανασιάδου, εν Αθήναις, 1890), Βιβλιοπωλείο Διονυσίου Νότη Καταβία, Αθήνα, 1994.
  • Φωτόπουλος Γεώργιος, Ιστορία των κατά θάλασσαν αγωνιστών του ιερού ελληνικού αγώνος του 1821, Τυπογρ. "Ο Κάδμος" Γ. Μελισταγούς Μακεδόνος, Αθήνησιν, 1870.
  • Χαρλαύτη Τζελίνα, «Ο Αγώνας κρίθηκε στη θάλασσα», Αφιέρωμα 1821-Άρθρο στην «Κ», Καθημερινή, Παρασκευή, 26 Μαρτίου, 2021.
  • Χαρλαύτη Τζελίνα-Παπακωνσταντίνου Κατερίνα (επιμ.), Η ναυτιλία των Ελλήνων 1700-1821, Κέδρος, Αθήνα, 2013.